Ηταν 12.30 το μεσημέρι του Σαββάτου 3 Φεβρουαρίου 1945 όταν το αεροσκάφος που μετέφερε τον Γουίνστον Τσόρτσιλ συνοδεία έξι βρετανικών καταδιωκτικών προσγειώθηκε στο Σάκι της σοβιετικής Κριμαίας. Είκοσι λεπτά νωρίτερα ένα άλλο αεροσκάφος, αμερικανικό εκείνο, είχε αποβιβάσει στο ίδιο αεροδρόμιο τον πρόεδρο Ρούζβελτ .
Ο Τσόρτσιλ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι το αμερικανικό προεδρικό αεροσκάφος είχε περάσει πάνω από την Αθήνα, απ΄ όπου είχαν σηκωθεί έξι αμερικανικά καταδιωκτικά τύπου Ρ-38 για να το συνοδεύσουν με ασφάλεια στο ταξίδι του, ένα εκ των οποίων παρουσίασε βλάβη και επέστρεψε στη βάση του. Αλλά και να το γνώριζε, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί τον συμβολισμό: από την Ελλάδα θα ξεκινούσε το «ξέφτισμα» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας- αποτέλεσμα όχι μόνο της πολλαπλής κόπωσης ύστερα από έναν (νικηφόρο) πόλεμο και της αφύπνισης των λαών, αλλά, κυρίως, της απόφασης των δύο μεγάλων ως τότε συμμάχων της κατά του Χίτλερ να μην αφήσουν κανέναν τρίτο να είναι παρών στη μεγάλη μοιρασιά του μεταπολεμικού κόσμου. Ούτε καν στον γέρικο λέοντα.
Περίπου τέσσερις μήνες αργότερα, ένα άλλο αγγλικό αεροσκάφος προσγειωνόταν, αυτή τη φορά στην Αθήνα. Κρυφά από την ηγεσία του ΚΚΕ, για να αποφύγουν τις διαδηλώσεις, το πρωί της 29ης Μαΐου 1945 οι Βρετανοί έφερναν πίσω, μέσω Παρισιού από το Νταχάου, τον Νίκο Ζαχαριάδη, ο οποίος ταξίδευε ως «λοχαγός του ελληνικού στρατού», με μια επιστολή της αγγλικής πρεσβείας στο Παρίσι που ζητούσε από «όλους τους υπεύθυνους» Βρετανούς στην Ελλάδα «να τον διευκολύνουν».
Τα σύννεφα μεταξύ Σοβιετικών και ΚΚΕ εμφανίστηκαν δυναμικά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, είχαν ωστόσο φανερωθεί για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1945, όταν η 11η Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος είχε ζητήσει «τον ερχομό Διασυμμαχικής Επιτροπής στη συγκεκριμένη στιγμή… για την εξασφάλιση ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης του λαϊκού φρονήματος».
Ο Ζαχαριάδης και το ΚΚΕ είχαν την ελπίδα ότι η Επιτροπή θα επέτρεπε στο κόμμα να καταλάβει την εξουσία με ελεύθερες εκλογές. Πιθανότατα αγνοούσαν το εξής: στη Γιάλτα ο Ρούζβελτ είπε στον Στάλιν, μιλώντας για τις εκλογές στην Πολωνία, ότι αυτές θα έπρεπε να είναι και να φαίνονται τίμιες- όπως η γυναίκα του Καίσαρα. Και εκείνος του απάντησε ότι για τη γυναίκα του Καίσαρα «έτσι έλεγαν, αλλά στην πραγματικότητα είχε τις αμαρτίες της». Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να μην… πολυκοιτάξει αυτές τις αμαρτίες. Ετσι λίγο καιρό μετά ο Στάλιν έλεγε ότι ο ίδιος θα θεωρούσε «χονδροειδή ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις» σύμμαχου κράτους τη σύσταση διασυμμαχικής επιτροπής για την επίβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα ή αλλού. Στις 22 Αυγούστου η «Ισβέστια» αναλάμβανε να περάσει τη γραμμή…
Από εκείνη την κομβική στιγμή ως τουλάχιστον και το τέλος του Εμφυλίου οι σχέσεις των πρωταγωνιστών του πλέκονται σε ένα τρομακτικά περίπλοκο σχήμα. Σχεδόν τα πάντα είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνονται να είναι. Αγγλοι, ελληνική κυβέρνηση και Εθνικός Στρατός, Σοβιετικοί, ΚΚΕ και Δημοκρατικός Στρατός και στο βάθος οι Αμερικανοί, που σταδιακά μπαίνουν σε ένα φοβερό παιχνίδι.
Ο Φοίβος Οικονομίδης εστιάζει κυρίως στις σχέσεις του ΚΚΕ με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι, όπως προκύπτει, όχι μόνο έστελναν τους έλληνες αντάρτες ως πρόβατα επί σφαγήν, όχι μόνο δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να παραβιάσουν τη Συμφωνία της Γιάλτας, αλλά τους χρησιμοποιούσαν και ως θηλιά την οποία θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να σφίξουν στον λαιμό των δυτικών συμμάχων προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι δεν θα τους ενοχλούσε κανείς εκεί όπου πραγματικά τους ενδιέφερε να έχουν απόλυτη εξουσία- και ειδικότερα στην Πολωνία.
Το ερώτημα είναι τι ακριβώς γνώριζε η ηγεσία του κόμματος. Σίγουρα πάντως δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι η χώρα βρισκόταν στην καρδιά ενός σχεδόν πλανητικού συστήματος ισορροπιών που αφορούσε την κατανομή των επιρροών ισχύος όχι μόνο στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, αλλά ως τη Μέση Ανατολή και το Χονγκ Κονγκ. Αγγλοι και Αμερικανοί εισέρχονταν σε έναν νέο μεταξύ τους ανταγωνισμό για τη δική τους εσωτερική ισορροπία ισχύος, εργαστήριο του οποίου θα γινόταν και πάλι η Ελλάδα: ο ελληνικός στρατός απαλλάχθηκε από τον βρετανικό οπλισμό του, για να αντικατασταθεί με αμερικανικό. Την ίδια ώρα οι Βρετανοί ενδεχομένως ενίσχυαν οικονομικά το ΕΑΜ, που πολεμούσε τον ελληνικό στρατό και τον Βαν Φλιτ.
Κάπως έτσι η Ελλάδα έγινε το πεδίο επί του οποίου δοκιμάζονταν τακτικές, σχέσεις, όπλα, συμμαχίες, αντιπαλότητες, διεισδύσεις, επικοινωνίες, αντάρτικα, στρατολογήσεις, κατασκοπεία, ψυχολογική βία… Αυτό το απέραντο εργαστήριο αποφυγής του Ψυχρού Πολέμου για τις υπόλοιπες χώρες, η Ελλάδα το πλήρωσε πάρα πολύ ακριβά.
Στις 12 Ιουλίου 1945 ο Νίκος Ζαχαριάδης έγραφε στον «Ριζοσπάστη» άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα και οι τρεις Μεγάλοι» δίνοντας τη γραμμή που θα ακολουθούσε το ΚΚΕ μόλις έξι μήνες μετά τα Δεκεμβριανά, στη διάρκεια των οποίων δοκιμάστηκε η «αφοσίωση» της Μόσχας στους έλληνες συντρόφους της: «Η Αγγλία, οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ενωση έχουν ιερή και απαραβίαστη υποχρέωση τιμής να δώσουν στην Ελλάδα αυτό που σήμερα στην Ευρώπη έχει ο κάθε λαός που πολέμησε. Δηλαδή να μας εξασφαλίσουν ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. Να στείλουν οι τρεις μεγάλοι μια Επιτροπή που να εφαρμόσει και στην Ελλάδα τις αρχές της Γιάλτας. Για να μπορέσει και ο ελληνικός λαός ν΄ αποφασίσει λεύτερα και ανεπηρέαστα για το εσωτερικό καθεστώς και την κυβέρνησή του» έγραφε ο ΓΓ του ΚΚΕ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ