Η Ευρώπη θέλει να σωθεί αλλά κάνει λιγότερα από όσα απαιτούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτή τη διαπίστωση συντείνουν όλο και περισσότεροι ευρωπαίοι αλλά και αμερικανοί αναλυτές.

Ενδεικτικός είναι ο τίτλος του κύριου άρθρου των «Times» της Νέας Υόρκης: «Λιγότερα από όσα απαιτούνται για το ευρώ». Η έγκυρη αμερικανική εφημερίδα σημείωνε, μία ημέρα πριν από την κατάρρευση της κυβέρνησης της Πορτογαλίας, ότι η Γερμανία «συνεχίζει να πιστεύει, παραδόξως ότι δεν θα κινδυνεύσει η ίδια ακόμη και σε περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης».

Η κριτική δεν στρέφεται όμως αποκλειστικά στη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ.

«Το ελληνικό και το ιρλανδικό πρόγραμμα διάσωσης μεταθέτουν λανθασμένα ολόκληρο το βάρος της αποπληρωμής των χρεών στους φορολογουμένους, οι οποίοι υφίστανται ήδη πολύ μεγάλη πίεση, αφήνοντας στην άκρη τους πλούσιους πιστωτές, που αποκόμισαν μεγάλα κέρδη δανείζοντας αυτούς που θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι είναι επίφοβοι ως δανειολήπτες» σημειώνει η εφημερίδα.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η κριτική που ασκεί ο Ερίκ Λε Μπουσέ (πρώην αρχισυντάκτης της «Le Monde» και νυν οικονομικός αναλυτής της «Les Echos») στους ευρωπαίους ηγέτες. Οπως σημειώνει ο γάλλος αρθρογράφος, «η Ευρώπη οδηγείται σε αποτυχία διότι έχει ηττηθεί πολιτικά από τις αγορές».

Ο Λε Μπουσέ υπογραμμίζει το έλλειμμα αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και επαναλαμβάνει ότι «τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται αποτελούν πολύ βαρύ φορτίο για τους ευρωπαϊκούς λαούς».

Ο ίδιος αλλά και πολλοί ακόμη οικονομολόγοι, όπως ο Γερμανός Οτμαρ Ισινγκ (πρώην στέλεχος της ΕΚΤ) και ο Αμερικανός Πολ Κρούγκμαν, τονίζουν ότι η αναδιάρθρωση του (ευρωπαϊκού) χρέους είναι ο μόνος δρόμος για να απαλλαχθούν τα υπερχρεωμένα κράτη από το αφόρητο βάρος.

«Γιατί τότε διστάζουν οι Ευρωπαίοι; Απλώς και μόνο για να μη χάσουν οι τράπεζες» αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο του στην ιστοσελίδα slate.fr ο γάλλος οικονομικός αναλυτής.

«Τα μέτρα που πρόκειται να συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι σε αυτή τη Σύνοδο Κορυφής είναι αρκετά για μια ακόμη προσωρινή ανάπαυλα, αλλά όχι τα κατάλληλά για μια διαρκή λύση» καταλήγουν οι «New York Times».