Μείωση της τάξης του 13% σημείωσε η ετήσια παραγωγή οίνου, ενώ τα αποθέματα οίνου μετά από μια τριετία συνεχούς υποχώρησης, εμφάνισαν μεγάλη αύξηση το τελευταίο έτος, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη της ICAP Group.

Το γεγονός ότι το κρασί είναι παραδοσιακά συνδεδεμένο με τη διατροφή και την κουλτούρα των Ελλήνων, έχει ως αποτέλεσμα το επίπεδο της κατανάλωσης να μην επηρεάζεται δραστικά από τις μεταβολές του διαθέσιμου εισοδήματος του καταναλωτή. Μια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος προκαλεί μεν υποκατάσταση του κρασιού με άλλα χαμηλότερης τιμής προϊόντα, όπως η μπίρα, αλλά κυρίως έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση σε κρασιά χαμηλότερης κατηγορίας τιμών ή κατανάλωση μη εμφιαλωμένου (χύμα) κρασιού. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group AE.

Σημειώνεται ότι ο εν λόγω κλάδος αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις. Η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη μεταξύ πλήθους οινοποιητικών μονάδων. Στην πλειοψηφία πρόκειται για μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με την οινοποίηση. Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες αν και ολιγάριθμές, καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής, διαθέτοντας στην πλειοψηφία τους σύγχρονες εγκαταστάσεις και ποικιλία προϊόντων. Επιπλέον, σημαντική είναι η παρουσία στον κλάδο των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών. Οι εισαγωγές οίνου κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, ως εκ τούτου είναι περιορισμένος ο αριθμός των επιχειρήσεων που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η εξέλιξη της παραγωγής οίνου διαχρονικά δεν ακολουθεί σταθερή πορεία. Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2000/01 έως και 2004/05), η εγχώρια παραγωγή κινήθηκε γενικά ανοδικά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7,3%. Ωστόσο την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2005/06 έως 2009/10) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά, με εξαίρεση την οινική περίοδο 2008/09 οπότε και αυξήθηκε κατά 10,2%. Η αύξηση αυτή σε συνδυασμό με την μείωση της εγχώριας ανθρώπινης κατανάλωσης οίνου το 2009/08 (κατά 12%), οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των αποθεμάτων (κατά 44%).

Κατά κατηγορία οίνου, την πλειοψηφία κατέχουν τα επιτραπέζια κρασιά (με μερίδιο 89-91% την τελευταία τριετία), ενώ με βάση το χρώμα τα λευκά κρασιά υπερτερούν, με μερίδιο 67% για το 2009. Αναφορικά με τις εισαγωγές, ο βαθμός εισαγωγικής διείσδυσης κυμάνθηκε κατά μέσον όρο περί το 4,5% την τελευταία πενταετία. Από την άλλη πλευρά, ο μέσος βαθμός εξαγωγικής επίδοσης διαμορφώθηκε σε περίπου 7,7% το ίδιο διάστημα.

Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων οινοποιίας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επιπλέον, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 52 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2008 και 2009. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι συνολικές πωλήσεις των 52 επιχειρήσεων του δείγματος το 2009 μειώθηκαν κατά 3,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος ενώ η αδυναμία των εταιρειών να συμπιέσουν το κόστος τους οδήγησε σε σημαντική μείωση του μικτού κέρδους (κατά 10,2%). Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων (κατά 55,69%). Ως εκ τούτου, τα συνολικά κέρδη (προ φόρου εισοδήματος) μειώθηκαν δραστικά το 2009, (ποσοστιαία μείωση: 46,7%). Τα κέρδη EBITDA επίσης μειώθηκαν κατά 6,24% την ίδια περίοδο