Στη διάψευση της φημολογίας που κυκλοφόρησε την Τρίτη περί επικείμενης αύξησης κεφαλαίου προχώρησε η διοίκηση της Alpha Bank, η οποία επιμένει ότι δεν υπάρχει συνέχεια στην υπόθεση συγχώνευσης με την Εθνική Τράπεζα.

Μιλώντας σε ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο ο οικονομικός διευθυντής του ομίλου κ. Β. Ψάλτης υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός για κεφαλαιακή ενίσχυση.
Με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της τράπεζας για τη χρήση του 2010 ο ίδιος υποστήριξε ότι με το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Core Tier Ι στο 9% και άλλα ισχυρά μαξιλάρια, είναι εφικτή η συνέχιση του επιχειρηματικού της μοντέλου.

Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης που πραγματοποιήθηκε με αναλυτές, η διοίκηση της Alpha Bank αναφερόμενη στο παρ’ ολίγον deal με την Εθνική Τράπεζα, σημείωσε ότι οι συζητήσεις έχουν τελειώσει μετά την απόρριψη της πρότασης που δέχθηκε και ότι «αυτό είναι το τέλος της υπόθεσης».

Παράλληλα, επισημάνθηκε ότι δεν έχουν υπάρξει στο ενδιάμεσο άλλες συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών.

Ξανά κάτω από το 5% το ποσοστό της Morgan Stanley στην Alpha Bank

Η Alpha Bank ανακοίνωσε την Τρίτη ότι η Morgan Stanley της γνωστοποίησε ότι κατέχει εμμέσως, ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου επί μετοχών της, που συνολικώς κατέρχονται υπό του 5,0%.
Συγκεκριμένα, με επιστολή της στις 18/3 η Morgan Stanley ενημέρωσε την ελληνική τράπεζα ότι διαμέσου των Morgan Stanley and Co. International PLC και Morgan Stanley and Co. Inc. New York, κατέχει εμμέσως, ποσοστό κάτω από το 5% στο μετοχικό της κεφάλαιο έναντι 5,1095 προηγουμένως.

Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Alpha Bank, τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στις λοιπές μετοχές που αναφέρονται στην προηγούμενη γνωστοποίηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν λιγότερο του 5% των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου της Alpha Bank, θεωρήθηκαν ότι κατέχονται από τρίτα μέρη – πελάτες της Morgan Stanley και της Morgan Stanley and Co. International PLC.

Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι η Morgan Stanley και η Morgan Stanley and Co. International PLC ενεργούν ως θεματοφύλακες για λογαριασμό των πελατών και δεν έχουν διακριτική ευχέρεια στην άσκησή τους, καθώς μπορούν να τα ασκούν αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με τις γραπτές εντολές που χορηγούνται από τους πελάτες.