Yπάρχουν μερικά βιβλία που, αφού τα διαβάσεις, σκέπτεσαι ότι ίσως είχες τελικά σπουδάσει κάτι άλλο αν κάποιος σου τα είχε υποδείξει όταν ήσουν πολύ νέος. Σε αυτή την κατηγορία βιβλίων ανήκει το Δικαιοσύνη του αμερικανού καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας Μάικλ Ζαντέλ. Το βιβλίο προέρχεται από τις παραδόσεις του σε ένα από τα δημοφιλέστερα μαθήματα που ο ίδιος διδάσκει στο Χάρβαρντ.
Δεν είναι βιβλίο για την ποινική δικαιοσύνη ούτε αποτελεί γενική εισαγωγή στην πολιτική φιλοσοφία, αλλά πραγματεύεται τη διανεμητική δικαιοσύνη. Το κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι το πώς μια κοινωνία θα έπρεπε να διανέμει πράγματα που έχουν αξία, δηλαδή όχι μόνο χρήματα, αλλά και δικαιώματα, αξιώματα και τιμές.
Ο Ζαντέλ διακρίνει τρεις απαντήσεις. Η πρώτη, που συνδέεται με τη σκέψη του ωφελιμιστή Μπένθαμ, λέει ότι δίκαιο είναι οτιδήποτε προάγει τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας, δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για τους περισσοτέρους. Η δεύτερη απάντηση συνδέεται με δύο ρεύματα φιλελευθερισμού: τον ελευθερισμό (Νόζικ) και τον εξισωτικό φιλελευθερισμό (Ρολς, Ντουόρκιν). Για τους ελευθεριστές δίκαιο είναι ό,τι διασφαλίζει στα άτομα να κάνουν τις επιλογές τους στην ελεύθερη αγορά με ελάχιστη, αν όχι μηδαμινή, κρατική παρέμβαση, ενώ για τους εξισωτιστές φιλελευθέρους η δικαιοσύνη σημαίνει ακριβοδίκαιη διανομή. Πρόκειται για τη διανομή που θα είχε προκύψει αν όλα τα μέλη μιας κοινωνίας βρίσκονταν αρχικά στην ίδια αφετηρία στη ζωή και αποφάσιζαν με ορθολογικό τρόπο για το πώς θα κατένειμαν μεταξύ τους τα πράγματα με αξία. Τότε, για τον Ρολς, τα άτομα θα αποφάσιζαν να δώσουν στον καθένα τις ίδιες και ίσες ευκαιρίες να πετύχει στη ζωή του και θα έκαμπταν αυτή την αρχή της ισότητας μόνο αν- εισάγοντας κάποιες ανισότητες (π.χ. στην καταβολή φόρου)- επρόκειτο να διορθωθούν τυχόν οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτήματα της πιο ανίσχυρης ομάδας. Η τρίτη απάντηση, που προτείνεται από τον Ζαντέλ και τους κοινοτιστές (Τέιλορ, Μακιντάιρ), είναι ότι δεν αρκεί η ελευθερία επιλογής, ούτε καν όταν συνδέεται με την ισότητα, και δίκαιο είναι ό,τι προάγει την αρετή και το κοινό καλό. Η δίκαιη κοινωνία δεν αρκείται στο να αφήσει τα άτομα να επιλέξουν ό,τι νομίζουν σωστό, αλλά αποφασίζει από κοινού τι είναι καλή ζωή. Εδώ ο Ρολς και ο Ντουόρκιν θα διαφωνούσαν, γιατί θα έβλεπαν το φάσμα του περιορισμού της ελευθερίας των ατόμων.
Η δικαιοσύνη για τον Ζαντέλ δεν είναι μόνο η δίκαιη κατανομή των πραγμάτων με αξία, αλλά και η σωστή αξιολόγησή τους, η οποία θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη αλληλεγγύη, καλλιέργεια αισθήματος αμοιβαίας ευθύνης και όρθωση εμποδίων στην εισβολή των αγορών σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής συμβίωσης. Αν και αυτό το τελευταίο το υποστηρίζουν και οι εξισωτιστές φιλελεύθεροι, οι δρόμοι τους χωρίζουν από τον δρόμο του Ζαντέλ. Οι πρώτοι θα φορολογούσαν τους πλούσιους για να δώσουν περισσότερους πόρους στους φτωχούς. Ο δεύτερος θα φορολογούσε τους πλούσιους ώστε να οικοδομήσει δημόσιους θεσμούς και υπηρεσίες προς όφελος τόσο των πλούσιων όσο και των φτωχών. Τον ενδιαφέρει πάνω απ΄ όλα η ανοικοδόμηση θεσμών συνεύρεσης των πολιτών οι οποίοι θα λειτουργούσαν ως «άτυπα σχολεία πολιτικής αρετής» (σελ. 374). Ενα ακόμη σημείο στο οποίο ο Ζαντέλ διαφωνεί με τους φιλελευθέρους είναι ότι εκείνος δεν πιστεύει πως στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες αρκεί μια στάση ουδετερότητας της πολιτείας απέναντι στις συγκρουόμενες θρησκευτικές και ηθικές πεποιθήσεις. Αυτό, κατά τον συγγραφέα, είναι μια «πολιτική αποφυγής», ενώ θα έπρεπε να πρυτανεύσει μια «πολιτική ηθικής μέριμνας», δηλαδή η ουσιαστική ενασχόληση με τέτοιες διαφωνίες με απώτερο σκοπό τη συμφωνία επάνω στην οποία θα ανοικοδομούνταν μια πιο συνεκτική κοινότητα.
Ωστόσο σε αυτό το βιβλίο του ο Ζαντέλ δεν επικεντρώνεται στη δική του θεωρία. Το έχει κάνει σε προηγούμενο έργο του (Ο φιλελευθερισμός και τα όρια της δικαιοσύνης, στον ίδιο εκδότη), το οποίο αποτελούσε απάντηση στον Ρολς. Στο έργο του Δικαιοσύνη ο συγγραφέας διερευνά τις προαναφερθείσες τρεις προσεγγίσεις θεματολογικά, ασχολούμενος με σύγχρονες έριδες και εξετάζοντας αναλυτικά τη μία μετά την άλλη: Είναι δίκαιη η ελεύθερη αγορά; Είναι λάθος μερικές φορές να λέμε τη αλήθεια; Να επιτρέπονται ή όχι η παρένθετη κύηση, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία, οι γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων; Σε αυτά και άλλα διαφιλονικούμενα ζητήματα η κριτική του Ζαντέλ κατά των ωφελιμιστών και των ελευθεριστών είναι καταλυτική, αλλά δεν επηρεάζει τη γλαφυρή παρουσίαση των απόψεων των αντιπάλων του. Οι αντιρρήσεις του Ζαντέλ κατά των απόψεων του Ρολς είναι λιγότερο πειστικές. Οπως παραδέχεται ο ίδιος, η επίκληση της πολιτικής αρετής θυμίζει «τους συντηρητικούς θρησκευόμενους που λένε στους ανθρώπους πώς πρέπει να ζουν» (σελ. 367).
Εντέλει ο Ζαντέλ δεν μας απαντά στο ερώτημα του υπότιτλου του βιβλίου του. Πάντως, είναι σημαντικό ότι σιγά-σιγά εκδίδονται και στα ελληνικά, και μάλιστα σε καλές μεταφράσεις, βιβλία συγγραφέων σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας τα οποία συζητούνται διεθνώς. Διότι, ας μη γελιόμαστε, σε ελάχιστες χώρες γίνεται συζήτηση για τις διεθνοπολιτικές ιδέες του Τσόμσκι ή τις φιλοσοφικές του Ζίζεκ. Πολύ σχηματικά, στον κόσμο σήμερα οι δεξιοί επικαλούνται ελευθεριστές (π.χ. Νόζικ) και ωφελιμιστές, οι αριστεροί οικολόγους, ψυχαναλυτές, φεμινίστριες και θεωρητικούς των πολιτισμικών σπουδών και οι κεντρώοι-κεντροαριστεροί τους θεωρητικούς του πολιτικού φιλελευθερισμού (π.χ. Ρολς, Ντουόρκιν) και του κοινοτισμού (π.χ. Τέιλορ, Ζαντέλ). Τέλος, για όσους τα δέκα κεφάλαια της Δικαιοσύνης είναι πολλά, υπάρχει και η λύση της παρακολούθησης των βιντεοσκοπημένων παραδόσεων του συγγραφέα (αναρτημένων στην ιστοσελίδα www.justiceharvard. org). Θα ήταν ενδιαφέρουσες οι συζητήσεις μεταξύ όσων δουν το βίντεο των παραδόσεων του Ζαντέλ και επίσης διαβάσουν το βιβλίο για το αν είναι καλύτερο το φιλμ ή το βιβλίο!
Ο κ.Δημήτρης Α.Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μπορούμε να αποφασίσουμε αν το κράτος πρέπει να αναγνωρίζει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου χωρίς να υπεισέλθουμε σε ηθικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις γύρω από τον σκοπό του γάμου και τον ηθικό χαρακτήρα της ομοφυλοφιλίας; Μερικοί λένε «ναι» και υποστηρίζουν τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών με μια λογική φιλελεύθερης ανεκτικότητας και αποχής από κρίσεις: ανεξάρτητα από το αν επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κανείς τις σχέσεις μεταξύ ομοφυλοφίλων,τα άτομα πρέπει να είναι ελεύθερα να διαλέξουν τους συζύγους τους.Το να επιτρέπουμε μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια να παντρεύονται αλλά όχι στα ομόφυλα συνιστά μια άδικη διάκριση εναντίον των ομοφυλοφίλων,και τους αρνείται την ισότητα ενώπιον του νόμου.
Αν το επιχείρημα αυτό αποτελεί επαρκή βάση για την κρατική αναγνώριση του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, τότε το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί εντός των ορίων του φιλελεύθερου λόγου,χωρίς την επίκληση αμφιλεγόμενων αντιλήψεων για τον σκοπό του γάμου και τα αγαθά που τιμά.Αλλά το επιχείρημα για τον ομόφυλο γάμο δεν μπορεί να είναι ουδέτερο και να απέχει από κρίσεις.Στηρίζεται σε μια ορισμένη αντίληψη για το τέλος του γάμου- τον σκοπό ή το νόημά του.Και όπως μας θυμίζει ο Αριστοτέλης,όταν συζητούμε για τους σκοπούς ενός κοινωνικού θεσμού,συζητούμε για τις αρετές που τιμά και ανταμείβει.Η διαμάχη γύρω από τον ομόφυλο γάμο αποτελεί ουσιαστικά μια διαμάχη γύρω από το αν οι ενώσεις των ομοφυλοφίλων αξίζουν την τιμή και την αναγνώριση που προσφέρει στην κοινωνία μας ο γάμος που εγκρίνεται από το κράτος.Συνεπώς δεν μπορούμε να αποφύγουμε το βαθύτερο ηθικό ερώτημα.
Οι ωφελιμιστές πιστεύουν ότι η ανθρώπινη αξία μπορεί να μετρηθεί και κατηγορούν τους αντίθετους προς αυτή τη θεωρία ότι έχουν ταμπού παρασυρόμενοι από συναισθηματικές ορμές.
Τη δεκαετία του ΄30 ο Εdward Τhorndike,ένας κοινωνικός ψυχολόγος,προσπάθησε να αποδείξει αυτό που υποθέτει ο ωφελιμισμός: ότι είναι δυνατόν να εκφράσουμε ανόμοιες επιθυμίες και αποστροφές με ένα κοινό νόμισμα ηδονής και πόνου.
Διεξήγαγε μια έρευνα ανάμεσα σε νεαρούς ρωτώντας τους πόσο θα έπρεπε να τους πληρώσουν για:
α.να τους βγάλουν ένα δόντι, β.να τους κόψουν το μικρό δάχτυλο ενός ποδιού, γ.να φάνε μια σκουληκαντέρα μήκους 6 ιντσών, δ.να στραγγαλίσουν μια αδέσποτη γάτα με τα ίδια τους τα χέρια,και ε.να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους σε μια φάρμα στο Κάνσας, δέκα μίλια μακριά από κάθε πόλη.Οι απαντήσεις (σε δολάρια του 1937) είχαν ως εξής: δόντι 4.500 δολ.,δάχτυλο ποδιού 57.000 δολ.,σκουλήκι 100.000 δολ.,γάτα 10.000 δολ. και Κάνσας 300.000 δολ.
Ο Τhorndike νόμισε ότι βρήκε τον τρόπο να μετρήσει τις επιθυμίες σε ένα κοινό νόμισμα αλλά αργότερα παραδέχτηκε ότι το ένα τρίτο των ερωτωμένων αρνήθηκε να μπει στη διαδικασία να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ