Την έντονη ανησυχία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την ενίσχυση του πληθωρισμού στο 2,4% τον Φεβρουάριο από 2,3% που ήταν τον Ιανουάριο – η Eurostat επιβεβαίωσε σήμερα την αρχική εκτίμηση που είχε κάνει την 1η Μαρτίου – εξέφρασε ο ευρωτραπεζίτης Ερκι Λιικάνεν.

Ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Φινλανδίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είπε ότι οι ανησυχίες που εξέφρασε το συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή του στις 3 Μαρτίου παραμένουν, αλλά οι διεθνείς αβεβαιότητες στις οποίες προστέθηκε η σοβούσα κρίση στην Ιαπωνία, θα επηρεάσουν τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ τους επόμενους μήνες.

Σε συνέντευξη που έδωσε στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal ο φινλανδός τραπεζίτης θύμισε ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη «τρέχει» με τον ταχύτερο ρυθμό από τον Οκτώβριο του 2008. Και δεν έκρυψε ότι ο ίδιος τάσσεται υπέρ μιας αύξησης των επιτοκίων του ευρώ στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της ευρωτράπεζας τον Απρίλιο. Πρόσθεσε όμως ότι η ΕΚΤ δεν βρίσκεται στην απαρχή ενός κύκλου περιορισμού της ρευστότητας – στην αρχή δηλαδή μιας προοδευτικής αύξησης των επιτοκίων του ευρώ – κι αυτό επειδή ζούμε σε «αβέβαιους καιρούς» και επιπλέον «δεν υπάρχουν ενδείξεις μιας σημαντικής αύξησης των μισθών ή προσδοκίες διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων στο μέλλον».

Οι «αβεβαιότητες» που επισήμανε ο φινλανδός τραπεζίτης επιδρούν δευτερογενώς στις τιμές και πολλαπλασιάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και των τιμών των εμπορευμάτων εν γένει – των αγαθών δηλαδή οι τιμές των οποίων διαμορφώνονται εν πολλοίς σε αγορές προθεσμιακών συμβολαίων που άγονται και φέρονται από τα κερδοσκοπικά hedge funds και άλλα, θεωρητικώς μη κερδοσκοπικά, κεφάλαια που διαχειρίζονται θεσμικοί επενδυτές.

Οι δισταγμοί της διάσημης για την πληθωρισμοφοβία της ΕΚΤ, σε ό,τι αφορά την αύξηση των ευρωεπιτοκίων, οφείλεται στη συνείδηση των επιτελών της Τράπεζας ότι η πορεία ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι τελείως επισφαλής διότι είναι απολύτως άνιση και ανομοιογενής. Ενώ δηλαδή οι οικονομίες της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Ολλανδίας και άλλων Βορειοευρωπαϊκών κρατών-μελών ανακτούν πειστικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οικονομίες των χωρών της περιφέρειας με προεξάρχουσες την ελληνική, την ιρλανδική και την πορτογαλική, αναγκάζονται να υιοθετούν τα πλέον αντιαναπτυξιακά «πακέτα» μέτρων για να ξεφύγουν από την κρίση χρέους και αξιοπιστίας έναντι των διεθνών αγορών από την οποία ταλανίζονται.