Οικονομική απώλεια δεκάδων εκατ. ευρώ υφίστανται οι καταναλωτές από ελλειμματικές παραδόσεις λόγω διαστολών στο σύστημα εισροών – εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων, που προκύπτει από τον αντιετπιστημονικό τρόπο λειτουργίας του συστήματος, όπως φαίνεται από την απάντηση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου σε σχετική ερώτηση του βουλευτή κ. Θανάση Οικονόμου.
 
Το πρόβλημα που υπάρχει στην αλυσίδα καυσίμων, από το διυλιστήριο, ως τη μεταφορά και τα πρατήρια επισημαίνει και ο πρόεδρος του ΚΕΠΚΑ (Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών) ο κ. Νικόλαος Τσεμπερλίδης τονίζοντας ότι οι βασικοί χαμένοι είναι οι καταναλωτές, ενώ κερδισμένοι βγαίνουν κυρίως οι πρατηριούχοι. Η λύση είναι απλή, σύμφωνα με τον ίδιο και βρίσκεται στην τοποθέτηση ενός ειδικού, ηλεκτρονικού συστήματος που θα μετράει με ακρίβεια την εισδοχή και την πώληση του καυσίμου, συνοπολογίζοντας τις πιθανές απώλειες από την αλλαγή θερμοκρασίας.

Αναφέρεται ότι κυρίως το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η απώλεια καυσίμου για έναν οδηγό που γεμίζει το ρεζεβουάρ με αμόλυβδη μπορεί να φτάσει μέχρι και το 5% της ποσότητας που καταναλώνει.

Ειδικότερα, μείζονα ζητήματα, που αφορούν τον ορθό υπολογισμό της πωλούμενης στους καταναλωτές ποσότητας υγρών καυσίμων, καθώς και το πλαίσιο ελέγχου της διακίνησης καυσίμων από τις υπηρεσίες των υπουργείων Οικονομικών και Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ανακύπτουν από την απάντηση που εδόθη από το υπουργείο ΠΕΑΑ σε ερώτηση του βουλευτή κ. Θανάση Οικονόμου, σχετικά με τα υπό εγκατάσταση συστήματα παρακολούθησης εισροών και εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων.
Σημειώνεται ότι από την ως άνω αναφερόμενη απάντηση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου εξάγεται το συμπέρασμα, ότι, παρά την εγκατάσταση συστημάτων σύγχρονης τεχνολογίας στα πρατήρια, για την παρακολούθηση των εισερχόμενων και εξερχόμενων ποσοτήτων υγρών καυσίμων, δεν παρέχεται τεχνική δυνατότητα ορθού υπολογισμού των ποσοτήτων καυσίμων που παραλαμβάνει ο καταναλωτής, με αναγωγή στη θερμοκρασία των 15ο Κελσίου, ώστε αυτός να μη ζημιώνεται αθέμιτα, από ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων, λόγω διαστολών προκαλούμενων από την υψηλή θερμοκρασία που έχει το καύσιμο κατά την πώλησή του.
Στην απάντηση σημειώνονται τα ακόλουθα:

«Τα συστήματα παρακολούθησης εισροών-εκροών δεν διαθέτουν τη δυνατότητα αναγωγής σε πραγματικό χρόνο στους 15οC του πωλούμενου όγκου καυσίμου από τις αντλίες. Η αναγωγή του όγκου των πωληθέντων από τις αντλίες ποσοτήτων καυσίμων στους 15οC γίνεται εκ των υστέρων (μετά την πώληση), με την παραδοχή ότι το καύσιμο επωλήθη με την θερμοκρασία που είχε στη δεξαμενή κατά τη στιγμή της πώλησής του. Η αναγωγή αυτή γίνεται για τον ορθό αντιλογισμό με την αντίστοιχη ποσότητα καυσίμου που αφαιρέθηκε από τη δεξαμενή.
Η πώληση προς τον τελικό καταναλωτή με αναγωγή του όγκου στους 15οC απαιτεί αντικατάσταση των εγκατεστημένων αντλιών με άλλες που φέρουν αυτόματες ενδείξεις σε πραγματικό χρόνο, ενέργεια που εκφεύγει του σκοπού εγκατάστασης των συστημάτων εισροών-εκροών.

Δηλαδή, όπως προκύπτει από τα παραπάνω,

Α. «Εκφεύγει του σκοπού εγκατάστασης των συστημάτων εισροών εκροών» η ορθή μέτρηση των πωλούμενων ποσοτήτων καυσίμων στους καταναλωτές, οι οποίοι ζημιώνονται σήμερα από ελλειμματικές παραδόσεις λόγω διαστολών, υφιστάμενοι οικονομική απώλεια δεκάδων εκατ. ευρώ. Η ευκαιρία που δίνεται με την εγκατάσταση των συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών χάνεται.

Β. Ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος, όπως προσδιορίζεται από την Κ.Υ.Α. και επεξηγείται με την ως άνω απάντηση της Γ.Γ.Ε., είναι οφθαλμοφανώς αντιεπιστημονικός. Ενώ ο σκοπός του συστήματος είναι η μέτρηση εισερχόμενων και εξερχόμενων ποσοτήτων καυσίμων, στην πραγματικότητα η επιστημονικά ορθή παρακολούθηση σταματά στη δεξαμενή του πρατηρίου.
 
Δηλαδή, ενώ σε όλα τα στάδια της διακίνησης, από το διυλιστήριο μέχρι τη δεξαμενή του πρατηριούχου, η μέτρηση των ποσοτήτων γίνεται με αναγωγή στη θερμοκρασία των 15οC, περιέργως η ορθή επιστημονικά μέθοδος μέτρησης εγκαταλείπεται όταν το καύσιμο διέρχεται από την αντλία του πρατηριούχου για να παραδοθεί στον καταναλωτή, παρότι είναι γνωστό ότι οι διαφορές θερμοκρασιών από τη δεξαμενή μέχρι την αντλία είναι μεγάλες. Κατά πρωτοφανώς και προφανώς αντιεπιστημονικό τρόπο, αντί να γίνεται πραγματική μέτρηση εξερχόμενων ποσοτήτων στη θερμοκρασία της αντλίας με αναγωγή στους 15οC, ώστε το σύνολο των μετρήσεων εισροών-εκροών να γίνεται με το ίδιο μετρητικό σύστημα, η θερμοκρασία στην αντλία δεν λαμβάνεται υπόψη.
Αντίθετα, γίνεται αναγωγή στους 15οC, με την αδιανόητη υπόθεση ότι η θερμοκρασία της αντλίας είναι η ίδια με αυτή της δεξαμενής, ενώ είναι γνωστό, όπως προαναφέρθηκε, ότι εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις θερμοκρασιών μεταξύ δεξαμενής και αντλίας, οι οποίες επηρεάζουν τον όγκο του καυσίμου. Το αποτέλεσμα αυτής της στρεβλής και αντιεπιστημονικής μεθόδου θα είναι να παραλαμβάνει ο καταναλωτής μειωμένη, λόγω διαστολών, ποσότητα καυσίμου, με αντίστοιχη σοβαρή οικονομική του επιβάρυνση.

Γ. Προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι «η πώληση προς τον τελικό καταναλωτή με αναγωγή του όγκου στους 15οC απαιτεί αντικατάσταση των εγκατεστημένων αντλιών με άλλες που φέρουν αυτόματες ενδείξεις σε πραγματικό χρόνο». Προφανώς σε αυτή την περίπτωση η Γ.Γ.Ε. δεν έχει μεριμνήσει να ενημερωθεί πλήρως για τις διεθνείς τεχνικές εξελίξεις στον τομέα αυτό: είναι γνωστό, ότι οι περισσότερες από τις εγκατεστημένες στα ελληνικά πρατήρια καυσίμων μπορούν να έχουν τη δυνατότητα παρακολούθησης της θερμοκρασίας του εξερχόμενου από την αντλία καυσίμου χωρίς να αντικατασταθούν, αλλά μόνο με την προσθήκη ενός ηλεκτρονικού συστήματος, που με τα σημερινά δεδομένα της τεχνικής εξέλιξης δεν έχει απαγορευτικό κόστος εγκατάστασης. Συνεπώς, δεν τίθεται στις περισσότερες περιπτώσεις, με εξαίρεση ίσως τις λίγες αντλίες παλαιάς τεχνολογίας, ζήτημα αντικατάστασης των αντλιών, αλλά μόνο προσθήκης ηλεκτρονικών συστημάτων, που ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι «εκφεύγουν» από το πλαίσιο μιας εγκατάστασης ενός ούτως ή άλλως ακριβού συστήματος παρακολούθησης εισροών και εκροών.

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά του συστήματος παρακολούθησης εισροών και εκροών, όπως περιγράφονται από την Κ.Υ.Α. και αποσαφηνίζονται περαιτέρω με την ως άνω αναφερόμενη απάντηση της Γ.Γ.Ε., δημιουργεί δύο μείζονα προβλήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων και του υπουργείου Οικονομικών.

Ο ισχύων Τελωνειακός Κώδικας επιβάλλει να υπολογίζεται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης των καυσίμων με μέτρηση λίτρων στους 15οC. Όμως, το σύστημα εισροών-εκροών, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα υπολογίζει τις εξερχόμενες ποσότητες από την αντλία με βάση την πραγματική τους θερμοκρασία κατά την εκροή και με αναγωγή στους 15οC, αλλά με τη θεωρητική υπόθεση, ότι η θερμοκρασία αντλίας θα είναι ίση με αυτή της δεξαμενής.
Στην πράξη, δηλαδή, ο πρατηριούχος, σε όλες τις περιπτώσεις πώλησης καυσίμων με θερμοκρασία αντλίας άνω των 15οC, εκτός από το ότι θα εισπράττει κατά την πώληση αντίτιμο για μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που πραγματικά έχουν πωληθεί, θα εισπράττει και πρόσθετο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και λοιπές επιβαρύνσεις (ΦΠΑ, τέλη κ.λπ.), πέραν αυτού που θα εισέπραττε εάν γινόταν αναγωγή στους 15οC με βάση την πραγματική θερμοκρασία του καυσίμου στην αντλία και όχι τη θεωρητική θερμοκρασία δεξαμενής.
 
Επιπρόσθετα, δημιουργείται ζήτημα αναφορικά με τον έλεγχο των πρατηρίων από το ΣΔΟΕ. Οι τεχνικές ατέλειες του συστήματος εισροών-εκροών οδηγούν στην εμφάνιση σημαντικών διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις ποσότητες που πωλεί ένα πρατήριο επί σειρά μηνών στους καταναλωτές και στις ποσότητες που θα καταγράφονται ως πωληθείσες, με βάση την «εικονική πραγματικότητα» της αναγωγής στους 15οC, όχι σύμφωνα με την πραγματική θερμοκρασία του καυσίμου στην αντλία και το πραγματικό ειδικό βάρος του καυσίμου, αλλά με τη θερμοκρασία της δεξαμενής, που μπορεί να είναι πολλούς βαθμούς C χαμηλότερη και με ένα εκ των προτέρων επιβαλλόμενο υποθετικό ειδικό βάρος.

Δεδομένου ότι δεν έχει νομοθετηθεί πώς ακριβώς θα αξιοποιούνται τα συστήματα παρακολούθησης εισροών-εκροών κατά τον έλεγχο για να διαπιστωθεί λαθρεμπορία (πώληση ποσοτήτων μεγαλύτερη ή μικρότερη από αυτή που χρεώνεται ένα πρατήριο), είναι προφανές ότι οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ θα στείλουν κατηγορούμενους για λαθρεμπορία ή φοροδιαφυγή πολλούς πρατηριούχους, εξαιτίας του προβληματικού συστήματος παρακολούθησης εισροών και εκροών, που θα κατατείνει στην εμφάνιση σοβαρών διαφορών ανάμεσα στις ποσότητες που πωλήθηκαν στην αντλία, με αυτές που κατέγραψε το σύστημα εισροών ως εξερχόμενες των δεξαμενών.

Ενόψει των παραπάνω ερωτάσθε:

-Με ποιο σκεπτικό αποφασίστηκε ότι η ορθή μέτρηση των πωλούμενων ποσοτήτων καυσίμων στους καταναλωτές εκφεύγει του σκοπού εγκατάστασης των συστημάτων παρακολούθησης εισροών και εκροών; Γιατί θα πρέπει να διαιωνισθεί το φαινόμενο των ελλειμματικών παραδόσεων καυσίμων και της εξ αυτών αθέμιτης αποκόμισης κερδών από την αλυσίδα διακίνησης υγρών καυσίμων, παρότι η τεχνολογία παρέχει πλέον τη δυνατότητα ακριβούς παρακολούθησης της θερμοκρασίας καυσίμου στην αντλία και ορθής αναγωγής της ποσότητας σε λίτρα των 15οC, αντί της προφανώς αντιεπιστημονικής μεθόδου της αναγωγής με βάση τη θερμοκρασία του καυσίμου στη δεξαμενή, η οποία δύναται να διαφέρει σημαντικά από τη θερμοκρασία της αντλίας;
-Υπάρχουν διαθέσιμα στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικά συστήματα που μπορούν να εγκατασταθούν στις περισσότερες από τις ήδη εγκατεστημένες αντλίες των ελληνικών πρατηρίων, με τα οποία μπορεί να παρακολουθείται η θερμοκρασία του καυσίμου στην αντλία, χωρίς την ανάγκη εγκατάστασης νέων αντλιών, αλλά απλώς με προσθήκη ηλεκτρονικού συστήματος;

-Ποιοι επιστημονικοί φορείς, πέραν της Γ.Γ.Ε., είχαν συμμετοχή στη διαμόρφωση των τεχνικών προδιαγραφών των συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών; Ζητήθηκε σχετική γνωμοδότηση από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μετρολογίας, επίσημο εκ του νόμου επιστημονικό σύμβουλο της Πολιτείας σε τέτοια θέματα; Να κατατεθεί η σχετική γνωμοδότηση του Ε.Ι.Μ., με την οποία επιβεβαιώνεται η τεχνική και επιστημονική αρτιότητα των προδιαγραφών των συστημάτων και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο αλληλογραφίας για το θέμα μεταξύ υπουργείου ΠΕ.Α.Α. και Ε.Ι.Μ. Γενικότερα, ποιοι ανεξάρτητοι επιστημονικοί φορείς (Ε.Ι.Μ., αρμόδια τμήματα Πανεπιστημίων/Πολυτεχνείου) βεβαιώνουν ότι είναι επιστημονικά ορθός ο υπολογισμός των εξερχόμενων ποσοτήτων καυσίμων, χωρίς να παρακολουθείται η θερμοκρασία τους στην αντλία; Να ζητηθεί και κατατεθεί σχετική γνωμοδότηση του αρμόδιου τμήματος του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου (Εργαστήριο Τεχνολογίας Καυσίμων & Λιπαντικών).

-Το ζήτημα ορθού υπολογισμού των φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων στα καύσιμα κατά την παράδοσή τους από τις εταιρείες εμπορίας στους πρατηριούχους έχει λυθεί ως γνωστόν από χρόνια, με την εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων μέτρησης στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων, τα οποία παρακολουθούν τη θερμοκρασία του καυσίμου κατά την παράδοσή του σε κάθε βυτιοφόρο και με βάση το εκάστοτε ειδικόν βάρος του καυσίμου ανάγουν αυτή στους 15οC. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Πετροχημικών Προϊόντων του Γενικού Χημείου του Κράτους, η οποία υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών. Καλείστε όπως ζητήσετε και καταθέσετε σχετική γνωμοδότηση της ως άνω Διεύθυνσης του Γ.Χ.Κ., από την οποία να προκύπτει, ότι με τις προδιαγραφές των συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών (θερμοκρασία δεξαμενής, μοναδικό ειδικό βάρος) θα γίνεται ορθός υπολογισμός της πωλούμενης στα πρατήρια ποσότητας καυσίμων, άρα και των φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που θα εισπράττονται, χωρίς να γεννάται ζήτημα αθέμιτης παρακράτησης από τους πρατηριούχους φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων επί καταγραφόμενων πωλούμενων ποσοτήτων μη όμως αγορασθέντων.

Οι πρατηριούχοι θα εισπράττουν, ή όχι, πρόσθετους φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις από τον πρόσθετο όγκο καυσίμων που θα προκύπτει από υψηλότερη θερμοκρασία του καυσίμου στην αντλία, σε σχέση με τη θερμοκρασία στη δεξαμενή; Πώς απαντούν σε όλα αυτά τα ερωτήματα το Γ.Χ.Κ. και οι αρμόδιες τελωνειακές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών;

-Με ποιο τρόπο θα διεξάγονται οι έλεγχοι στη διακίνηση καυσίμων από το ΣΔΟΕ μετά την εγκατάσταση των συστημάτων παρακολούθησης εισροών-εκροών; Πώς θα αντιμετωπίζονται ελεγκτικά οι διαφορές στις πωλούμενες ποσότητες στην αντλία από αυτές που θα καταγράφει το σύστημα εισροών-εκροών με βάση την αναγωγή στη θερμοκρασία της δεξαμενής και μοναδικό υποθετικό ειδικό βάρος και όχι πραγματικό; Όταν διαπιστώνονται τέτοιες διαφορές, που μπορεί να είναι ποσοτικά σημαντικές, ανάλογα με τον όγκο πωλήσεων του πρατηρίου, τις θερμοκρασίες και την περίοδο καταγραφής, θα είναι υπόλογος ο πρατηριούχος σε κατηγορίες για λαθρεμπόριο, με τις βαρύτατες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που αυτές συνεπάγονται; Να κατατεθεί σχετική έγγραφη απάντηση επί του ζητήματος από τον αρμόδιο γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ».