Οι αφίσες είχαν γεμίσει όλη την Αθήνα. Το 1992, στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, στην ίδια χώρα, που είχε όμως να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα, άλλες ψυχώσεις, άλλα άγχη, σε κάθε στάση λεωφορείου υπήρχε μια πολύχρωμη υπενθύμιση. Ο συγχωρεμένος Απόστολος Σουγκλάκος, ρωμαλέος, ιδρωμένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, εικονιζόταν σε μεγάλο μέγεθος και λίγο δίπλα του, υπήρχε η μινιατούρα μιας καρικατούρας. Ήταν ο αντίπαλος του ο βδελυρός Σκοπιανός Ντούσκοφ, ένας άγνωστος αθλητής, με υπηκοότητα βαριά σαν αμαρτία. Η ερώτηση κάτω από την αφίσα ήταν προβοκατόρικη: «Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;». Όπως αποδείχθηκε, κανείς.

Ένα βράδυ του Ιουνίου του 1992, σε ένα κλίμα ιλαρότητας, γέλιου με έντονα τα στοιχεία του cult – ακόμα και αν σαν έννοια το cult δεν είχε τότε διαδοθεί – στα ανήλιαγα βάθη του γηπέδου της Λεωφόρου, στο κλειστό γυμναστήριο, γνωστό και ως «ο Τάφος του Ινδού», ο Απόστολος Σουγκλάκος θριάμβευσε επί του μισητού Σκοπιανού. Στα μπράτσα του, στις κραυγές του, στη νίκη του, οι διοργανωτές είχαν επενδύσει στην αύξηση των εισιτηρίων, στοχεύοντας κατευθείαν στο θυμικό του θιγμένου Έλληνα: Αφού δεν μπορούμε να κερδίσουμε διπλωματικά τους Σκοπιανούς, ας τους δείρουμε.

{{{ moto }}}

Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και ο Παναγής Κουταλιανός, στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε περήφανο το έθνος. Με καταγωγή από την Νέα Κούταλη της Λήμνου, θριάμβευε στη Νέα Υόρκη φορώντας το δέρμα μιας τίγρης και σπάζοντας αλυσίδες. Κάτι αντίστοιχο έκανε και ο Τζιμ Λόντος λίγα χρόνια αργότερα, με τις αμερικάνικες επιτυχίες του να εμφανίζονται στις ελληνικές εφημερίδες μετά από λίγες μέρες. Το εθνικό DNA ανέκαθεν περνούσε από ένα γερό χέρι ξύλου. Και για να είμαστε ακριβείς, όχι μόνο στην Ελλάδα. Αρκεί κανείς να θυμηθεί – αν το έχει ξεχάσει κανείς – την αμερικανική ανακούφιση, όταν ο Σιλβέστερ Σταλόνε έδερνε επιτέλους τον Σοβιετικό Ντράγκο, στο ψυχροπολεμικό ανουσιούργημα «Ρόκι 4, η Γιγαντομαχία».

Μονό που αυτό ήταν σινεμά. Αυτό που συνέβη το περασμένο Σάββατο ήταν πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα με ιδρωμένες γροθιές, ξυρισμένα στήθη, ελληνική σημαία και εθνική περηφάνια συνδυασμένη με βαρβατίλα. Το βράδυ του Σαββάτου, οι τηλεθεατές (για την ακρίβεια το 39,5% των τηλεθεατών στο πολυαγαπημένο ηλικιακό κοινό 15-44, σύμφωνα με τις μετρήσεις της Nielsen) είχαν την ευκαιρία για εναλλακτική κατ οίκον διασκέδαση. Δεν είχαν να επιλέξουν μόνο μαγνητοσκοπημένα γλέντια, τηλεπαιχνίδια και ποδόσφαιρο: Μπορούσαν να δουν και λίγο εθνικό ξύλο.

Σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση από τον ειδησεογραφικά νηφάλιο, κατά τα άλλα, Αnt1, μπροστά σε χιλιάδες θεατές στο ΣΕΦ, ο Μαικ Ζαμπίδης υπερασπιζόταν τον παγκόσμιο τίτλο του, κόντρα στον (ολλανδικής καταγωγής) αλλά Τούρκο, Αλί Γκουνιάρ. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου ασφαλώς δεν παρέστη στην εκδήλωση, αλλά ένα σωρό εγχώριοι celebrities – μέχρι και ο ευαίσθητος Αντώνης Κανάκης – εμφανίστηκαν, νομιμοποιώντας την κραυγαλέα ελληνοτουρκική σύγκρουση. Κάποιοι, άλλωστε, όπως ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Αδωνις Γεωργιάδης έκαναν και σχόλια τύπου «ο Μάικ ξέρει τι πρέπει να κάνει στον Τούρκο», άσχετα αν μεγάλη μερίδα του κοινού τον αποδοκίμασε. Το αποτέλεσμα μετά από λίγη ιδρωμένη και δραματική ώρα, ήταν αναμενόμενο: Ο Έλλην με την αμερικάνικη σύντμηση στο όνομα, Μαικ Ζαμπίδης, κατατρόπωσε τον Τούρκο. Θρίαμβος.

Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με τον Μαικ Ζαμπίδη. Ο άνθρωπος – είναι φανερό από το σώμα του – δουλεύει καθημερινά και βιοπορίζεται δίνοντας, αλλά και τρώγοντας ξύλο. Το θέμα έχει να κάνει με την προβολή, την μετάβαση ενός θεάματος από την γοητευτική cult προδιάθεση του παρελθόντος στο mainstream περιβάλλον, στους βουλευτές που στέλνουν μηνύματα ελληνικού DNA και τουρκοφαγίας, σε έναν τηλεοπτικό σταθμό που μεταφέρει σε ώρα prime time όλο αυτό το ξέσπασμα τεστοστερόνης και εθνικής παλιγγενεσίας στο σπίτι. Στο ότι ένας αγώνας Kick boxing μπορεί να μετατραπεί σε μαζικό σόου ανούσιου πατριωτισμού.

Ομως όλα, θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος, είναι θέμα επιλογής. Ίσως, θα έλεγε ένα αντεπιχείρημα, το να βλέπεις μια ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ να παίζει κόντρα σε μια τούρκικη, είναι μια αντίστοιχη εκδήλωση (ψευδο)πατριωτισμού. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Στην πραγματικότητα, κάνοντας μια υπερβατική σύγκριση, το να δεις έναν αμφίρροπο αγώνα ομαδικού αθλήματος μοιάζει με την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης: Μπορεί να σου αρέσει, μπορεί να μην σου αρέσει, μπορεί να σε μαγέψει, μπορεί να σε εξοργίσει. Το αντίστοιχο του θεάματος του Σαββατόβραδου είναι να παρακολουθήσεις μια θεατρική παράσταση του Μάρκου Σεφερλή: Θα σου χαϊδέψει τα αυτιά, θα σου επιβεβαιώσει όλα τα στερεότυπα του κόσμου και θα γυρίσεις στο σπίτι σου χωρίς ενοχλητικές σκέψεις. Και κάπως έτσι μάλλον εξηγείται η επιτυχία της βραδιάς.