Ο τίτλος της έκθεσης «Στίγκλιτζ, Στάιχεν και Στραντ» του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης δεν είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένος και η σειρά αναφοράς του ονόματος των τριών φωτογράφων δεν είναι απαραίτητα μείζονος ή ήσσονος σημασίας. Ισότιμα και ακριβοδίκαια, το μουσείο αφιερώνει από μία αίθουσα στον καθέναν αξιολογώντας τα 115 έργα της έκθεσης ως απόλυτα συγκρίσιμα.

Τοπία, σύννεφα, πορτρέτα της ζωγράφου Τζόρτζια Ο’ Κιφ ή μια σύντομη αναδρομή στις φωτογραφίες που βρήκαν τον δρόμο για τις αίθουσες των γκαλερί σε μια εποχή που το μέσο χρησιμοποιούνταν μόνο για τις πρακτικές του δυνατότητες.

Και σίγουρα ο συγκεκριμένος τίτλος δεν αποκαλύπτει τίποτε για την περίπλοκη και τρικυμιώδη σχέση ανάμεσα στον πρώτο και στον τρίτο, για το όχι τόσο τυπικό ménage à quattre που ανέπτυξαν μαζί με τις συμβίες τους, εφάμιλλο των καλύτερων χολιγουντιανών σεναρίων…
{{{ moto }}}
Πρώτα απ’ όλα, όμως, η δουλειά. Αναμφισβήτητα λοιπόν η πρωτοκαθεδρία ανήκει στον Αλφρεντ Στίγκλιτζ (1864-1946). Ας τον αποκαλέσουμε ιμπρεσάριο της φωτογραφίας. Ιδρυσε την γκαλερί 291 στη Νέα Υόρκη το 1905 αλλά και το περιοδικό «Camera Work» μόλις το 1903 για να εκθέσουν και να προβληθούν σε αυτά πρωτίστως φωτογράφοι οι οποίοι είχαν επιλέξει να διερευνήσουν τις δυνατότητες του μέσου, πέρα από τη διαδεδομένη χρήση του ως φωτορεπορτάζ.

Το προσωπικό του στυλ ως φωτογράφου ήταν ξεκάθαρο, ισορροπημένο και γεωμετρικό, και μούσα του η ζωγράφος Τζόρτζια Ο’ Κιφ, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι. Ακολουθεί ο Εντουαρντ Στάιχεν (1879-1973), ο πιο γνωστός από τους τρεις.

Δική του είναι η διάσημη φωτογραφία του κτιρίου Flatiron στη Νέα Υόρκη, που απεικονίζεται τυλιγμένο στην αχλύ της ημέρας, η οποία συνοδεύεται ως σήμερα από διάθεση νοσταλγίας.

Στην απαρχή του νέου αιώνα που ανέτειλε το 1900, ο 20χρονος Στάιχεν ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στο Παρίσι για να διευρύνει τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Αποφάσισε όμως να κάνει μια στάση στην γκαλερί 291 και να παρουσιάσει δείγμα δουλειάς του. Η εκτίμηση με τον Στίγκλιτζ υπήρξε αμοιβαία.

Εκτοτε ο Στάιχεν έγινε ο σύνδεσμός του στην Ευρώπη και ήταν αυτός που μεσολάβησε για να έρθουν έργα του Σεζάν και του Πικάσο στην Αμερική και να εκτεθούν στην γκαλερί. Στο Παρίσι φωτογράφιζε γλυπτική αλλά και πορτρέτα προσωπικοτήτων, προϋπηρεσία που χρησιμοποίησε δεόντως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για εικόνες που φιγουράριζαν στη «Vogue» και στο «Vanity Fair».

Ο τρίτος της παρέας, ο βενιαμίν, ήταν ο Πολ Στραντ (1890-1976). Ο Στραντ είχε επίσης εμφανιστεί στην γκαλερί 291 της 5ης Λεωφόρου για να δείξει δουλειά του στον Στίγκλιτζ. Ακολούθησε τις συμβουλές του περί καθαρότητας και σαφήνειας της εικόνας και το 1916 τράβηξε την πιο γνωστή του φωτογραφία, την «Τυφλή γυναίκα» η οποία περιλαμβάνεται και αυτή στην έκθεση.

Στο βιβλίο του Τζεφ Ντάιερ «The Οngoing Μoment» (εκδόσεις Abacus) αναφέρεται πώς ο Γουόκερ Εβανς, ο ογκόλιθος της αμερικανικής φωτογραφίας, είχε εντυπωσιαστεί από τη συγκεκριμένη φωτογραφία όταν την είδε σε ένα τεύχος του «Camera Work» του 1917 – για την ακρίβεια, ήταν και το τελευταίο που εκδόθηκε – που ήταν αφιερωμένο στον Στραντ.

Διότι σε αυτήν τη φωτογραφία διέκρινε την ιδανική σχέση που μπορεί να έχει ένας φωτογράφος με το αντικείμενό του: να φωτογραφίζεται ερήμην του και, επομένως, χωρίς να ποζάρει, να «στήνεται».

Ο Γουόκερ είναι διάσημος για τις περίφημες φωτογραφίες του στον υπόγειο της Νέας Υόρκης στις οποίες απαθανάτιζε τους ανυποψίαστους επιβάτες με μια μηχανή που είχε κρύψει κάτω από το παλτό του, το διάστημα μεταξύ 1938 και 1941. Μια δεκαετία νωρίτερα, ο Στραντ έψαχνε τρόπους για να βολέψει την ογκώδη του κάμερα προκειμένου να φωτογραφίσει κόσμο στον δρόμο χωρίς να τον πάρουν είδηση. Τα κατάφερε τελικά με την τυφλή γυναίκα.

Σε συνέντευξή του το 1971 ο Στραντ έλεγε ότι «μολονότι η συγκεκριμένη φωτογραφία είχε πολύ μεγάλη απήχηση» και επιτέλεσε τελικά κοινωνικό έργο, δεδομένου ότι αφύπνισε συνειδήσεις σχετικά με την κατάσταση των μη προνομιούχων της ζωής, «προέκυψε από την ανάγκη να λυθεί ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί φωτογράφοι».

Λιγότεροι, πάντως, φωτογράφοι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με την ιδιάζουσα σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο φωτογράφους, τον Στίγκλιτζ και τον Στραντ, και στις συζύγους τους.

Ο Στίγκλιτζ άρχιζε να φωτογραφίζει την αμερικανίδα ζωγράφο Τζόρτζια Ο’ Κιφ το 1917, λίγο προτού γίνουν ζευγάρι. Για την ακρίβεια, άρχισε να φωτογραφίζει με μανία τα χέρια της, ιδίως το 1919, χρονιά κατά την οποία μάλλον εξάντλησε όλες τις πιθανές κινήσεις και θέσεις τους.

Εκείνος ήταν 53 χρονών και παντρεμένος, εκείνη 30, γοητευτικότατη και απόλυτα ερωτεύσιμη, εξάλλου και ο Στραντ είχε μαγευτεί από την παρουσία της, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ντάιερ. Μολονότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, τελικά την κέρδισε ο Στίγκλιτζ.

Οι γυμνές φωτογραφίες που της τράβηξε, συνήθως παραλείποντας να συμπεριλάβει και το κεφάλι της στο κάδρο, είχαν προκαλέσει σάλο όταν εκτέθηκαν το 1921. Το γυμνό ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα του Στίγκλιτζ. Οσο ήταν παντρεμένος με την πρώτη γυναίκα του εκείνη δεν του επέτρεπε να τη φωτογραφίζει.

Η Ο’ Κιφ, μια γυναίκα ούτως ή άλλως πολύ μπροστά για την εποχή της, δεν είχε τέτοιου είδους αναστολές. Ο Στίγκλιτζ είχε δηλώσει ότι «όταν φωτογράφιζε έκανε έρωτα», οπότε όταν ο Στραντ παντρεύτηκε το 1920 και σύστησε στην παρέα τη σύζυγό του Ρεμπέκα Σάλσμπουρι, μια γυναίκα εκπληκτικής ομοιότητας με την Ο’ Κιφ, ο Στίγκλιτζ φρόντισε να βγάλει πολλές γυμνές φωτογραφίες της Ρεμπέκα.

Ο Στραντ δεν αποπειράθηκε ποτέ το ίδιο με την Τζόρτζια. Τελικά απέμειναν να φωτογραφίζουν ο ένας τον άλλον, μια και οι γυναίκες τους έφυγαν μαζί για να εντρυφήσουν στη σχέση τους η οποία είχε πάψει από καιρό να είναι φιλική…

Η σχέση Στίγκλιτζ και Στραντ σιγά σιγά έφθινε. Δεν ήταν θέμα ανταγωνισμού, παρ’ ότι ο μαθητής είχε ξεπεράσει προ πολλού τον δάσκαλο στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα. «Μόνο ένας κακός μαθητής παραμένει μαθητής» είχε πει εξάλλου ο Νίτσε, κάτι που ο Στίγκλιτζ γνώριζε καλά και το αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα. Δεν είναι και λίγο να κατακτάς την αιωνιότητα, έστω και ως δάσκαλος ελαφρώς εκτοπισμένος από τους μαθητές σου.

* Η έκθεση «Stieglitz, Steichen, Strand» φιλοξενείται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης ως τις 10 Απριλίου 2011.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 13 Φεβρουαρίου 2011.