«Η καριέρα είναι σαν να έχεις έναν σκύλο που μπορείς να κλωτσήσεις. Κάποιες φορές πηδάει πάνω σου όταν είσαι καλοντυμένος και πρέπει να τον μαλώσεις. Και άλλες φεύγει μακριά και δεν μπορείς να τον βρεις. Καταλήγει στη μάντρα του μπόγια και πρέπει να ξοδέψεις όλα σου τα χρήματα για να τον βγάλεις έξω. Η καριέρα μου είναι ένα σκυλί».

Είναι πάντα απόλαυση να διαβάζεις συνεντεύξεις του Τομ Γουέιτς. Διότι η φιλοσοφία του, αυτή που διέπει καθεμία από αυτές τις «εξομολογήσεις», είναι «πάντα να απαντάς σε ερωτήσεις που θα ήθελες να σου κάνουν». `Η να κάνεις εκκεντρικές δηλώσεις του στυλ: «Οι συνεντεύξεις είναι σαν να μιλάς με τους μπάτσους. Το κάνεις μόνο όταν πρέπει και είναι πάντα καλύτερα να ψευδομαρτυρείς».
{{{ moto }}}
Οι δημοσιογράφοι, αν και ξέρουν ότι θα «κακοπάθουν», συρρέουν κατά ορδές να τον συναντήσουν όποτε υπάρχει η αφορμή ενός νέου άλμπουμ, στο μπαρ που εκείνος ορίζει, μια και αυτός είναι ο χώρος όπου δίνει συνεντεύξεις. Ο φυσικός του χώρος θα σχολίαζε κανείς, αλλά θα έπεφτε έξω αν έκανε αυτό το σχόλιο μετά το 1980, χρονιά που παντρεύτηκε την Καθλίν Μπρέναν και ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του.

Δεν φταίνε όμως μόνο οι κοινότοπες ερωτήσεις που του απευθύνουν οι περισσότεροι. Η αλήθεια είναι ότι ο Τομ Γουέιτς, ο αμερικανός μουσικός και ηθοποιός με τη φωνή που «μοιάζει σαν να μούλιασε σε μια λεκάνη με μπέρμπον, έμεινε σε αίθουσα υποκαπνισμού για μερικούς μήνες και μετά την πάτησε αυτοκίνητο», σύμφωνα με τον κριτικό Ντάνιελ Ντάρτζχολ, περιφρουρεί μέσα από την αφοπλιστική εκκεντρικότητα των ασύνδετων απαντήσεών του τον ιδιωτικό του χώρο και δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει σε κοντινή απόσταση.

Μόνο που, αντί να γαβγίζει για να τρομάξει τους επισκέπτες, προτιμά να κάνει παιχνίδια και να αφοπλίζει τον συνομιλητή του με τη σπιρτάδα του – «δεν είμαι η Ζα Ζα Γκαμπόρ, δεν είμαι ο Λιμπεράτσε» – αλλά και να τον εντυπωσιάζει με τις ασήμαντες γνώσεις του – «ξέρεις ότι κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ανακαλύψει ένα εξάρτημα το οποίο μπορούσε να τυπώσει 4.000 λέξεις επάνω σε έναν κόκκο ρυζιού;».

Ενας πρωτότυπος τρόπος να δίνει στους δημοσιογράφους αυτό που θέλουν (στο περίπου), φροντίζοντας παράλληλα να διαιωνίζεται η φήμη της ιδιόρρυθμης περσόνας του. Δεν μένει βέβαια μόνο στα λόγια. Ποιος καλλιτέχνης θα απείχε 20 ολόκληρα χρόνια από τις περιοδείες, απαρνούμενος εμπράκτως να προωθήσει έτσι τη δουλειά του; Κατ’αρχάς ο Τομ Γουέιτς. Και ύστερα το χάος…

«Προτιμώ μια ωραία ιστορία από αυτό που συνέβη πραγματικά» είπε κάποτε σε έναν δημοσιογράφο όταν αποφάσισε να μιλήσει λίγο πιο «σοβαρά». Ανάλογες στιχομυθίες του περιλαμβάνονται στο καινούργιο βιβλίο «The many lives of Tom Waits» (Omnibus Press).

Ο συγγραφέας του, Πάτρικ Χάμφρις, κάνει μια φιλότιμη και αξιόλογη, είναι η αλήθεια, προσπάθεια να συρράψει μια βιογραφία του Γουέιτς μέσα από αποκόμματα συνεντεύξεων που έχει δώσει κατά καιρούς στον βρετανικό και στον αμερικανικό Τύπο, αλλά και μέσα από τη θολή πλέον ανάμνηση που έχει ο ίδιος από τον Γουέιτς όταν του είχε πάρει συνέντευξη για το βρετανικό περιοδικό «Melody Maker», το 1981.

Οι ιστορίες του Γουέιτς δεν είναι το παραλήρημα ενός θυμόσοφου πότη, αλλά αποστάγματα σοφίας – κάποτε νοτισμένης με πολύ αλκοόλ βέβαια – από έναν πολύ ιδιαίτερο καλλιτέχνη και έναν σπάνιο άνθρωπο, βαθιά ευαίσθητο και επί της ουσίας ηθικό. Εδώ και χρόνια άλλωστε, «the piano has been drinking», και όχι αυτός.

Είναι τα περίφημα «waitsisms», σύμφωνα με τον Χάμφρις, και είτε προέρχονται από τραγούδια του, είτε από συνεντεύξεις. Για παράδειγμα: «Θεωρείς τον εαυτό σου ποιητή ή τραγουδιστή»; – «Είμαι μεθοδιστής». «Είσαι γόνιμος καλλιτεχνικά»; – «Αφού με ανέθρεψαν καθολικό»!

Ισως τελικά και να έλεγε την αλήθεια όταν ισχυριζόταν ότι όταν ήταν παιδί πρότυπό του ήταν ο Πινόκιο… Αν και πολύ θα το ήθελε, ο Τόμας Αλαν Γουέιτς δεν ήταν παιδί ακροβατών του τσίρκου. Ούτε ο πατέρας του ήταν «εξάτμιση πολλαπλής εξαγωγής» ή η μητέρα του «ένα δέντρο», όπως έχει πει.

Οταν γεννιόταν, στις 7 Δεκεμβρίου του 1949 στην Πομόνα της Καλιφόρνιας, οι γονείς του ήταν δάσκαλοι και το σόι μεσοαστικών αποχρώσεων. «Οι ψυχοπαθείς και οι αλκοολικοί ήταν από την πλευρά του πατέρα μου. Από την πλευρά της μητέρας μου είχαμε όλους τους πάστορες». Ως παιδί άκουγε ήχους μέσα στο κεφάλι του. «Ηταν τρομακτικό. Μετά έμαθα ότι και άλλοι καλλιτέχνες το έχουν πάθει. Είχαν και αυτοί περιόδους όπου ο κόσμος που τους περιέβαλλε ήταν παραμορφωμένος».

Μια τάση φυγής από το μεσοαστικό περιβάλλον, από το οποίο, όπως δήλωνε στον Χάμφρις, «ήθελε απεγνωσμένα να ξεφύγει»; Ισως. Ισως πάλι όχι. Το βέβαιο είναι ότι ο Τομ Γουέιτς ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Το οποίο παρεμπιπτόντως βιαζόταν να μεγαλώσει: «Πέθαινα να γίνω μεγάλος».

Φορούσε το καπέλο του παππού του, κρατούσε το μπαστούνι του, χαμήλωνε τη φωνή του για να την κάνει πιο επίσημη και γεροντική. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι πολλά τα παιδιά που μεγαλώνουν και στα 23 τους γράφουν ένα τραγούδι αγάπης για συνταξιούχους που κάποτε αγαπήθηκαν, όπως το «Martha».

Ο Γουέιτς ήταν ένας μοναχικός και ντροπαλός μικρομέγαλος που αναζητούσε μια πατρική φιγούρα όταν οι γονείς του χώρισαν το 1959 και ο πατέρας του έφυγε από το σπίτι. Ενα παιδί «άλλης εποχής», που δεν αμφισβήτησε ποτέ ως έφηβος τα μουσικά γούστα των γονιών του, αλλά αντίθετα τα ενστερνίστηκε.

Οπως την αγάπη του πατέρα του για τη μεξικανική μουσική και συγκεκριμένα για το μαριάτσι, αλλά και για τους κλασικούς αμερικανούς τραγουδοποιούς όπως οι Ρέι Τσαρλς, Τσάρκι Ριτς, Φρανκ Σινάτρα, Λιντ Μπέλι.

Η βρετανική εισβολή στις ΗΠΑ με ηγέτες τους Beatles τον είχε αφήσει παγερά αδιάφορο. «Κοιμόμουν επί μία δεκαετία στα 60s, αλλά, πιστέψτε με, δεν έχασα και τίποτε». Στα 16 του παράτησε το σχολείο.

«Μπορείς να πετύχεις χωρίς να πας στο κολέγιο» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα. Μεσολάβησαν δουλειές που δεν υποστήριζαν το επιχείρημα: πλύσιμο πιάτων, τουαλέτας και ψήσιμο πίτσας στην περίφημη «Napoleone’s Pizza» στο Σαν Ντιέγκο, εμπειρίες που έγιναν τραγούδια στο δεύτερο άλμπουμ του «The Heart of Saturday Night» (1974).

Ως μαθητής είχε πάντα μέτριες επιδόσεις, αλλά ούτως ή άλλως είχαν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή του όταν είδε τον Τζέιμς Μπράουν να παίζει: «Ηταν σαν να έβαζα ένα δάχτυλο στην πρίζα». Την ίδια περίπου περίοδο είδε και τον Μπομπ Ντίλαν να παίζει στο γυμναστήριο ενός κολεγίου: «Ζαλίστηκα. Ηταν ένας πλανήτης προς διερεύνηση». Στο μεταξύ, ο Γουέιτς ήταν το παιδί της πιτσαρίας, «με την άσπρη ποδιά και το χάρτινο καπέλο», που κρυφάκουγε άθελά του τις ιστορίες των θαμώνων υπό τη μουσική υπόκρουση των τραγουδιών ενός παλιού τζουκμπόξ. «Σκεφτόμουν πώς φθάνει κανείς στο σημείο να “βγαίνει” από το τζουκμπόξ».

Δούλεψε σε χρυσοχοείο, ως παγωτατζής, «Ice cream man», ως οδηγός φορτηγού. Στα 22 του πήρε τον δρόμο για το Λος Αντζελες και τα πράγματα τον δικό τους. Στο θρυλικό κλαμπ «Troubadour» τον ανακάλυψε ο μάνατζερ του Φρανκ Ζάπα, Χερμπ Κοέν, και το 1973 κυκλοφορούσε ο πρώτος του δίσκος.

Αν λοιπόν τη δεκαετία του ’60 «κοιμόταν», αυτή του ’70 βρέθηκε στον δρόμο να παρουσιάζει τη δουλειά του συνήθως μπροστά σε ένα παντελώς αδιάφορο κοινό, το οποίο περίμενε να βγει στη σκηνή ο επόμενος καλλιτέχνης. «Ζούσα σε ξενοδοχεία επί δέκα χρόνια», βυθισμένος σε ατελείωτες ποτοκατανύξεις και περιστοιχισμένος από τασάκια γεμάτα τσιγάρα.

«Δεν έχω πρόβλημα με το ποτό, εκτός απ’ όταν δεν μπορώ να βρω ένα» είναι ίσως το πιο γνωστό waitsism και στίχος του «Bad Liver And A Broken Heart». Οταν δεν ήταν στον δρόμο, κατέλυε στο θρυλικό «Tropicana Motel» στη λεωφόρο Σάντα Μόνικα, εκεί όπου είχαν συχνάσει ο Τζιμ Μόρισον, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Ιγκι Ποπ. Για λόγους όχι τόσο προφανείς. «Αν πεινούσες ξαφνικά στις 3.00 τα ξημερώματα, μπορούσες να πας κάτω, και ήσουν σίγουρος ότι ο υπάλληλος θα σου έδινε το μισό του σάντουιτς. Αυτό δεν το κάνουν ποτέ στο Χίλτον».

Εκεί έζησε με τη μουσικό Ρίκι Λι Τζόουνς τα δύο χρόνια του θυελλώδους έρωτά τους, o οποίος έληξε λίγο προτού ξεκινήσει η δεκαετία του ’80. Καθώς ξημέρωνε λοιπόν η νέα δεκαετία, ο Γουέιτς είχε πια τριανταρίσει και είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι μάλλον θα έπρεπε να αλλάξει τρόπο ζωής αν ήθελε αφενός να επιβιώσει και αφετέρου να μη γίνει γραφικός, η θλιβερή καρικατούρα του καλλιτέχνη που εξακολουθεί να ζει ως έφηβος.

Σύμφωνα με την Τζόουνς, ο Γουέιτς είχε πάντα μια «συντηρητική» πλευρά. «Αυτό που ήθελε ο Τομ ήταν να ζήσει σε ένα μικρό μπανγκαλόου με ένα μάτσο παιδιά που στριγκλίζουν και να περνάει τα σαββατόβραδα στα drive in». Ο Γουέιτς, από την άλλη, έλεγε σε ανύποπτο χρόνο: «Πρέπει να είσαι ξεκάθαρος για το ποιος είσαι και τι προβάλλεις ως εικόνα στους άλλους, γιατί μπορεί να μπερδευτείς. Συνειδητοποίησα ότι αν ένας τύπος γράφει ιστορίες με φόνους δεν χρειάζεται να είναι δολοφόνος». Οταν λοιπόν στα γυρίσματα της ταινίας «Μια μέρα, ένας έρωτας» γνώρισε την Καθλίν Μπρέναν από το «Johsburg, Illinois», επιμελήτρια σεναρίου στη Zoetrope, την εταιρεία παραγωγής του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ήξερε ότι βρήκε το «κατάλληλο κορίτσι».

Πώς το ήξερε; «Μπορεί να ξαπλώσει επάνω σε καρφιά, να καρφώσει μια βελόνα πλεξίματος στα χείλη της και ταυτόχρονα να πίνει καφέ, να πώς το ήξερα!». Την παντρεύτηκε σε ένα διανυκτερεύον παρεκκλήσι στο Λος Αντζελες και ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της ζωής του. «Με έσωσε. Οι πιο σημαντικές αλλαγές στη ζωή μου και στη μουσική μου συνέβησαν όταν τη γνώρισα. Αυτή είναι το πρόσωπο με βάση το οποίο μετράω όλους τους υπόλοιπους. Αν δεν υπήρχε στη ζωή μου, σήμερα θα έπαιζα σε κάποιο μπριζολάδικο. `Η μάλλον θα το καθάριζα» έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Γουέιτς. Διότι ο γάμος τους καλά κρατεί και αριθμεί πλέον 29 χρόνια.

«Επειδή μιλάμε για γάμο στον οποίο υπάρχει rock ’n’ roll, θα πρέπει να μετράμε αυτά τα χρόνια σαν να είναι σκυλίσια. Οπότε πολλαπλασιάζουμε επί επτά» σχολίαζε η δημοσιογράφος και μουσικός Καθ Κάρολ.

Ο Γουέιτς έκοψε το τσιγάρο, τα ποτά και τα ξενύχτια και, νηφάλιος πια, έκανε στροφή και στην καριέρα του. Δεν έγινε ποτέ τόσο διάσημος όσο οι καλλιτέχνες που τον θαυμάζουν και έχουν διασκευάσει κατά καιρούς τα τραγούδια του (ο Ροντ Στιούαρντ διασκεύασε το «Downtown Train», ο Μπρους Σπρίνγκστιν το «Jersey Girl»), όμως λίγοι καλλιτέχνες έχουν αγαπηθεί τόσο πολύ από το κοινό τους. Στη μία και μοναδική συναυλία του στο Λονδίνο, το 2004, έπειτα από χρόνια απουσίας, τα εισιτήρια έφτασαν να πωλούνται στη μαύρη αγορά ως και 900 στερλίνες!

Η δεκαετία του ’90 τον βρήκε, οικογενειάρχη πια, να έχει εστιάσει την προσοχή του στην από καιρό εκκολαπτόμενη κινηματογραφική του καριέρα – μικροί αλλά εξαιρετικοί ρόλοι σε ταινίες των κορυφαίων Αλντμαν, Κόπολα, Τζάρμους, Γκίλιαμ –, καθώς και στη σθεναρή άρνησή του να παραχωρήσει δικαιώματα τραγουδιών του για διαφημιστικούς σκοπούς.

«Μου ζήτησαν να διαφημίσω από άφλεκτα εσώρουχα μέχρι τσιγάρα… Πολλοί πάνε στην Ιαπωνία και το κάνουν. Είναι σαν να χέζεις στην έρημο πιστεύοντας ότι κανείς δεν θα το μάθει». Παρ’ όλα αυτά, τα τσιπς Salsa Rio Doritos – μεταξύ άλλων – χρησιμοποίησαν το 1988 σε μια ραδιοφωνική διαφήμιση έναν τύπο που μιμούνταν τη χαρακτηριστικά βραχνή φωνή του. Ο Γουέιτς έκανε μήνυση και τελικά αποζημιώθηκε με 2 εκατ. δολάρια, τα οποία «ξοδεύτηκαν σε καραμέλες».

Βέβαια, κάποτε ο Γουέιτς είχε διαφημίσει σκυλοτροφή. Αλλά όπως έχουμε ήδη αναφέρει έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα σκυλιά… Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν έχει σημασία. Το μεγάλο ερώτημα στα χείλη των απανταχού θαυμαστών του είναι πότε θα είναι η επόμενη περιοδεία. Ο Γουέιτς γνωρίζει καλά ότι είναι προτιμότερο να «υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση από προσφορά».

Ο βασικός λόγος που δεν βγαίνει στον δρόμο είναι πρωτίστως συναισθηματικός. Ως «συντηρητικός» τύπος ήθελε να είναι κοντά στα τρία παιδιά του όταν μεγάλωναν. «Πάντα έλεγα: Εχω τα τρία κεράσια. Τράβηξα τον μοχλό και βγήκαν όλα τα κέρματα έξω»…

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 13 Δεκεμβρίου 2009.