Την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου πήρε μέρος σε ένα γεύμα με γνωστούς επιχειρηματίες. Το κλίμα ήταν ευχάριστο και οι συνδαιτυμόνες συμφώνησαν ότι, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων, ο υπουργός είναι ένας συμπαθητικός άνθρωπος.

Κάποια στιγμή όμως η κουβέντα πήγε στο ψητό. Ο ένας μετά τον άλλον οι επιχειρηματίες περιέγραψαν τη δραματική κατάσταση της πραγματικής οικονομίας όπως τη βιώνουν στις δουλειές τους. Ομόφωνα σχεδόν υπέδειξαν στον υπουργό Οικονομικών ότι είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί η κατάσταση χωρίς ανάπτυξη. Και ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία αναπτυξιακή διαδικασία και κανένα αναπτυξιακό σχέδιο που να τρέχει στη χώρα _ για την ακρίβεια: ούτε μία μεγάλη ή μικρότερη επένδυση…

Ο Παπακωνσταντίνου δεν έδειξε να διαφωνεί, το αντίθετο. Εξέφρασε μάλιστα την απόλυτη πεποίθησή του ότι η ανάπτυξη θα έλθει πολύ σύντομα _ εκεί οι συνδαιτυμόνες άρχισαν να κοιτάζονται απορημένοι μεταξύ τους…

«Τι εννοείτε πολύ σύντομα;» ρώτησε ένας εξ αυτών.

«Ισως και μέσα στο 2011» τους διαβεβαίωσε ο υπουργός.

Και επειδή κατάλαβε ότι τον αντιμετώπιζαν περίπου ως εξωγήινο έσπευσε να προσθέσει:

«Για παράδειγμα, η αξιοποίηση του Ελληνικού θα αρχίσει να αποδίδει ως το τέλος του χρόνου».

Οι επιχειρηματίες ξανακοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Αυτή τη φορά με νόημα. Και προτίμησαν να τον προσγειώσουν.

«Ξέρετε, κύριε υπουργέ, ακόμη και αν το Ελληνικό ξεκινήσει αύριο, ακόμη και αν όλα τρέξουν χωρίς το παραμικρό εμπόδιο και την παραμικρή καθυστέρηση, αποκλείεται να αρχίσει να αποδίδει πριν από το 2015-2016».

Συμπέρασμα: Για ποια ανάπτυξη μιλάμε όταν το μεγαλύτερο αναπτυξιακό σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδώσει νωρίτερα από μία πενταετία;

Μεταφέρω το περιστατικό διότι συνοψίζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το αδιέξοδο της χώρας. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση το αντιμετωπίζει όπως ο τύπος στο ανέκδοτο, ο οποίος βούτηξε από τον 100ό όροφο ενός ουρανοξύστη και σε κάθε όροφο που περνούσε πέφτοντας έλεγε: «Καλά τα πήγαμε ως εδώ!».

Τελευταίο παράδειγμα: Η ύφεση ανακοινώθηκε στο (πρωτοφανές) 6,6% και «κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών» σχολίασαν ότι δεν είναι κακή εξέλιξη, διότι δείχνει «να μειώνεται ο ρυθμός αύξησης της ύφεσης» _ σαν να λέμε, δηλαδή, ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα διότι πέφτοντας περάσαμε από τον 14ο στον 13ο όροφο με «μειωμένη ταχύτητα»…

Η ωμή αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή η χώρα ζει πλήρως τις επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής του μνημονίου χωρίς μια αχτίδα αισιοδοξίας. Ούτε καν η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» δείχνει να λειτουργεί, αφού καταφέραμε να έχουμε ταυτοχρόνως μείωση των πραγματικών αποδοχών (-13%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας) και πληθωρισμό 5,2%!

Με άλλα λόγια, η συνταγή δεν αποδίδει. Και δεν αποδίδει για δύο λόγους:

Πρώτον, επειδή η ίδια η συνταγή είναι αμφιλεγόμενη, κάτι που έχουν υποστηρίξει εξ αρχής όσοι σκαμπάζουν στοιχειωδώς από οικονομικά. Τώρα αποδεικνύεται και στην πράξη, π.χ., ότι η περικοπή των μισθών δεν οδηγεί απαραιτήτως σε μείωση των τιμών. Και ότι η περιοριστική πολιτική που βαθαίνει την ύφεση όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους, αλλά το επιβαρύνει. Εχουμε, δηλαδή, μια τυπική περίπτωση κόστους χωρίς κέρδος.

Δεύτερον, επειδή η όποια συνταγή προϋποθέτει μια διαχειριστική επάρκεια στην εφαρμογή της, η οποία είναι περισσότερο από προφανές ότι στην περίπτωσή μας λείπει. Το φιάσκο με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας σωστής επιλογής που καταρρακώθηκε μέσα από την προχειρότητα της μεθόδευσής της. Και η διαχειριστική ανεπάρκεια κλιμακώνεται καθημερινά μέσα από το παζάρι για τους ημιυπαίθριους χώρους και τα κλειστά επαγγέλματα ή το αλισβερίσι με τους συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ.

Το τέλος της συνταγής, όμως, περιγράφει και το μέγεθος του αδιεξόδου.

Διότι, ενώ τα αποτελέσματα είναι προφανή, η κυβέρνηση δεν έχει την ευχέρεια να αλλάξει πολιτική. Αφενός λόγω των υποχρεώσεων του μνημονίου· και αφετέρου λόγω του βάρους του χρέους.

Η τρόικα επιμένει στον καταστροφικό δρόμο της «εσωτερικής υποτίμησης» και στις περαιτέρω μειώσεις μισθών, άρα στην εμβάθυνση της ύφεσης, τη στιγμή που είναι προφανές ότι μια σύγκρουση με την τρόικα θα άνοιγε τον δρόμο στη χρεοκοπία. Αυτή τη στιγμή ουδείς γνωρίζει με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια επαναδιαπραγμάτευση των υποχρεώσεών μας.

Ετσι λοιπόν η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια σχεδόν αδύνατη κατάσταση. Τη στιγμή που οι ανοχές και οι αντοχές της κοινωνίας εξαντλούνται, ενώ η αντιπολίτευση δεν δείχνει καμία διάθεση «να βάλει πλάτη».

Κάποιος, βεβαίως, έλεγε ότι «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Αλλά μένει να αποδειχθεί…

«Με τον παρά τους…»

Αντιλαμβάνομαι ότι ουδείς μπορεί να εμποδίσει το ΚΚΕ να κλιμακώσει την πολιτική «λαϊκής ανυπακοής» που προωθεί.

Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε δικαίωμα να υποστηρίζει την «κοινωνική ανυπακοή» όσων αρνούνται να πληρώσουν διόδια, εισιτήρια και ό,τι άλλο δεν τους αρέσει.

Δεν καταλαβαίνω όμως πώς γίνεται κι ενώ οργανώνουν ή καλύπτουν την ανυπακοή κατά της Πολιτείας, ενώ δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δέχονται την ίδια στιγμή να επωφελούνται από τα προνόμια που η ίδια αυτή Πολιτεία τούς παρέχει απλόχερα.

Διότι οι «ανυπάκουοι» του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην πληρώνουν αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να εισπράττουν την ετήσια δημόσια επιχορήγηση των κομμάτων τους (ύψους μερικών εκατομμυρίων ευρώ…), να τσεπώνουν τους μισθούς, τα επιδόματα και τις ειδικές χορηγίες των βουλευτών τους, να κυκλοφορούν με τα υβριδικά αυτοκίνητα που τους παρέχει το Δημόσιο ή να χρησιμοποιούν στην κομματική δραστηριότητά τους πληθώρα στελεχών αποσπασμένων από το Δημόσιο που συνεχίζουν να πληρώνονται από το Δημόσιο!

Με άλλα λόγια, η «ανυπάκουη Αριστερά» μπορεί να μην πληρώνει αλλά πληρώνεται μια χαρά. Για να ζούμε έτσι τη μάλλον εξωφρενική κατάσταση να προωθείται η ανυπακοή στο κράτος με χορηγία του κράτους.

Θα μου πείτε ότι επωφελούνται νομίμως των προνομίων που τους παρέχει ο νόμος. Καμία αντίρρηση, και ούτε είπα να αλλάξουμε τους νόμους _ αν και η εφαρμογή των νόμων δεν είναι «α λα καρτ»: όταν πληρώνω δεν τον εφαρμόζω, όταν με πληρώνουν τον βρίσκω υπέροχο!

Αναρωτιέμαι, απλώς, πώς συμβιβάζεται η αγωνιστική ηθική της Αριστεράς με την οικονομική επιδότησή της από εκείνους εναντίον των οποίων αγωνίζεται.

Πώς δέχονται δηλαδή να τους πληρώνουν εκείνοι στους οποίους δεν υπακούουν. Και πώς συμβαδίζει στην ανυπότακτη συνείδησή τους η κατάργηση των εισιτηρίων λόγω φτώχειας με την είσπραξη αποζημίωσης για συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές _ όπου (υποθέτω) μάχονται εναντίον της φτώχειας.

Είμαι βέβαιος λοιπόν ότι το «κίνημα της ανυπακοής» θα αποκτούσε ισχυρότερη ηθική βάση αν τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεφαν στο κράτος και την επιχορήγηση και τους μισθούς και τα υβριδικά και τους αποσπασμένους. Αν αρνούνταν να επωφεληθούν όλων των προνομίων που το κράτος τούς παρέχει.

Ετσι, απερίσπαστοι και ανεπηρέαστοι, θα μπορέσουν να οργανώσουν την ανυπακοή «με τον παρά τους…» _ χωρίς κανείς να υποψιάζεται ότι κοροϊδεύουν την κοινωνία και ότι απλώς προτιμούν να μην πληρώνουν από το να μην πληρώνονται.