Ο λόγος για το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο στις εκδόσεις Καστανιώτη. Τίτλος: Ο καιρός του καθενός. Ασκητικό κείμενο (μόλις εκατό σελίδες), αποσταγμένο σε διπλό φίλτρο (πεζογραφίας και ποίησης), ιδεολογικά ριψοκίνδυνο. Το ωριμότερο ίσως από τα πρωτότυπα πεζά του Νόλλα (διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα) που, αν μετρώ καλά, έφτασαν ήδη τα είκοσι πέντε, μοιρασμένα σε τριάντα επτά χρόνια. Η αρχή έγινε στο Αμστερνταμ το 1975, με μια συναρπαστική νουβέλα, που έφερε τον ειρωνικό τίτλο Νεράιδα της Αθήνας · έφτασε τότε στα χέρια μου διά χειρός Αιμίλιου Καλιακάτσου στη φιλόξενη «Λέσχη του Δίσκου»του Λάζαρου και της Ελσης.

Οσοι διαβάζουν τα «επίκαιρα» γραφτά μου στο «Βήμα», που ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1971 (πριν από σαράντα χρόνια δηλαδή), θα θυμούνται τις ένθερμες αναγνώσεις μου για τα περισσότερα πονήματα του Νόλλα, που ο συγγραφικός καημός τους (συντροφικός και βαθιά πολιτικός) μου ταίριαξε εξαρχής. Τώρα Ο καιρός του καθενός, με τις λανθάνουσες κυρίως αρετές του, δείχνει πως, για το δικό μου καλό, έπεσα μέσα για μέσα.

Με μια από τις υποκείμενες αρετές θα ξεκινήσω, προτού πω έστω δυο λόγια, όπως συνηθίζεται, για την υπόθεση του έργου. Κι αυτό γιατί ο όποιος ρόλος της υπόθεσης είναι εδώ, ποσοτικά και ποιοτικά, συνειδητά υποβιβασμένος· πρόκειται μάλλον για άλλοθι. Αντ΄ αυτού Ο καιρός του καθενός προτείνει κυρίως έναν μύθο περήφανο και συντριμμένο. Η συντριβή του αποτυπώνεται κυρίως στην πλοκή του· προπάντων στις εσωτερικές του διηγήσεις, που λειτουργούν ως υποδοχές της τριβής (μαύρες, λευκές, γαλανές).

Το δράμα πάντως του χαμένου καιρού, ο οποίος εξαντλημένος ανήκει στον καθένα και σε κανένα, προλέγεται ήδη στο παράθεμα, που επιλέγεται ως προμετωπίδα του μυθιστορήματος. Αντιγράφω: «Φαντάζομαι πως τη νύχτα, μετά το τέλος της μάχης, όλος ο τόπος θα αντηχούσε από τους επιθανάτιους ρόγχους και τα βογκητά. Σήμερα, καστανόχωμα σκεπάζει τα πάντα. Τι να είχαν άραγε απογίνει όλα εκείνα τα πτώματα και οι σκελετοί; Μήπως ήταν θαμμένα κάτω από τον τύμβο του μνημείου; Στέκουμε άραγε πάνω σ΄ ένα βουνό από νεκρούς; Αυτό είναι το τελευταίο μας παρατηρητήριο; Πόσο σφαιρική είναι η περίφημη θέαση της Ιστορίας από ένα σημείο σαν κι αυτό;» (W. G. Sebald, Οι δακτύλιοι του Κρόνου, μτφρ. Γιάννης Καλλιφατίδης, εκδ. Αγρα).

Σκέφτομαι πως αυτούσιο το μότο αυτό θα ταίριαζε και στην ομηρική Ιλιάδα, στον ιλιαδικό της πόλεμο. Που από μιαν άποψη είναι η συντριβή ενός μεγάλου μύθου (του τρωικού), που μικροσκοπείται, ελέγχεται και απομυθοποιείται μέσα στα συντρίμματα της πλοκής του. Τα οποία συστήνουν μια ισότιμη πολεμική τραγωδία, με δίδυμο πένθος, χωρίς νικητές και νικημένους. Στον Καιρό του καθενός κολλάει ωστόσο και η συμπερασματική τρίτη υπόθεση, με την οποία κλείνει το προλόγισμά μου στο δοκίμιο του Γρηγόρη Πεντζίκη, υπό τον τίτλο Το τέλος του μύθου:οι μικρές εξιστορήσεις του Γιώργου Χειμωνά (Μικρή Αρκτος, 2010). Αντιγράφω πάλι, με ενδιάμεσες παραλείψεις:

«Μιλώντας ο Χειμωνάς, μέσω Πεντζίκη, για το τέλος του μύθου, υπαινίσσεται τη γενικότερη αμηχανία του μύθου στις μέρες μας· αμηχανία που προσεγγίζει το όριο της εξάντλησης. Ετσι στα λογοτεχνικά κείμενα του Χειμωνά ο μεγάλος μύθος (ρωμαλέος κάποτε και παραγωγικός) καταλήγει συντριμμένος. […] Αυτό το έλλειμμα του μεγάλου μύθου δοκιμάζουν να το αναπληρώσουν οι μικρές εξιστορήσεις (κατά Πεντζίκη), οι εσωτερικές διηγήσεις (σύμφωνα με τη δική μου ορολογία), αποκαλύπτοντας τις παρεπόμενες πλοκές και εμπλοκές του. Ετσι οι ήρωες του Χειμωνά παίρνουν και δίνουν το αίμα τους πίσω, ωσότου ο θάνατος γίνει από καταδίκη εκδίκηση». Για να τριτώσουν τα παραθέματα, μεταφέρω τη σφραγίδα με την οποία ασφαλίζει ο Δημήτρης Νόλλας το παράτολμο μυθιστόρημά του (ο τίτλος, σχεδόν οξύμωρος, παραλλάσσει ίσως το Ρόδο του κανενός του Τσέλαν): «Ακριβώς όπως έγινε και με τον αφηγητή τούτης της ιστορίας, που όταν έφτασε και του ίδιου η ώρα, η οποία ανά πάσα στιγμή είναι τώρα, αποσύρθηκε κι εκείνος, μαζί με τους ομοίους του στην πλευρά που η ζωή ρίχνει τη σκιά της, εκεί που κυριαρχούν τα χρώματα του δειλινού, τα γαλανά. Και για κάτι τέτοιο υπάρχει πάντα κάποιος να αφηγηθεί τα όσα έγιναν».

Αυτά για σήμερα. Το τελευταίο παράθεμα προτείνεται, εκτός των άλλων, ως δείγμα πολύτιμης γραφής, αφού στις μέρες μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ευτέλεια της ευπώλητης πεζογραφίας μας πάει σύννεφο.