Για να κάνει εκλογές μέσα στους αμέσως προσεχείς μήνες η κυβέρνηση χρειάζεται δύο πράγματα: όχι μόνο έναν λόγο, αλλά και μια αφορμή.

Ο λόγος είναι προφανής.

Θα πρέπει να εκτιμήσει ότι οι εκλογές τη συμφέρουν.

Η αφορμή

όμως είναι αναγκαία. Θα πρέπει να πείσει ότι η προσφυγή στις κάλπες δεν είναι μόνο συμφέρουσα για την ίδια, αλλά και αναγκαία για τον τόπο.

Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η αφορμή είναι εξίσου σημαντική με τον λόγο. Τον Σεπτέμβριο του 2009 ο Κ. Καραμανλής έκανε πρόωρες εκλογές με μια υστέρηση τεσσάρων μονάδων στις δημοσκοπήσεις και στις πρόσφατες (τότε) ευρωεκλογές. Η προσφυγή στις κάλπες κρίθηκε ακατανόητη από τον κόσμο και μέσα σε έναν μήνα οι τέσσερις μονάδες έγιναν πάνω από δέκα!

Ηθικό δίδαγμα; Οταν ο πολιτικός δημιουργήσει την εντύπωση ότι προσπαθεί να την κοπανήσει, ο ψηφοφόρος δεν έχει κανένα πρόβλημα να του βροντοφωνάξει «άντε γεια!».

Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω την αίσθηση ότι η σημερινή κυβέρνηση ετοιμάζεται να την κοπανήσει. Οχι μόνο επειδή η ίδια διαψεύδει το εκλογικό σενάριο σε όλους τους τόνους, ούτε απλώς επειδή δεν έχουμε καμία ένδειξη εκλογικών προετοιμασιών (όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η επίσπευση αλλαγής του εκλογικού νόμου…), ούτε επειδή δεν υπάρχουν προφανείς λόγοι που θα δικαιολογούσαν μια προσφυγή στις κάλπες.

Αλλά, κυρίως, επειδή η μοναδική εύλογη αφορμή θα ήταν η ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης. Και με τέτοια αφορμή εκλογών καλύτερα να μην κατέβεις καν στις εκλογές!

Οταν μετά τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι δεν θα πάει στην κάλπη, κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης είχε πει ότι «ήταν η τελευταία ευκαιρία». Οριακά δεν προσέθεσε «κρίμα!», αλλά το ύφος του τα έλεγε όλα.

Είναι αλήθεια ότι τότε ο Πρωθυπουργός είχε την αφορμή στο πιάτο: του αρκούσε να ερμηνεύσει διαφορετικά το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών. Τρεις μήνες αργότερα δεν είναι εύκολο να γυρίσει πίσω.

Ακόμη περισσότερο που για την αφορμή των εκλογών θα πρέπει να πείσει όχι μόνο τον λαό, αλλά και τους δανειστές μας. Τον Νοέμβριο είχαν ήδη εκδηλώσει σχεδόν ανοιχτά την απέχθειά τους σε αυτό το ενδεχόμενο και τίποτε δεν δείχνει ότι εν τω μεταξύ άλλαξαν γνώμη.

Την ίδια στιγμή που και ο ευρωπαϊκός περίγυρος έχει μεταβληθεί σημαντικά. Η «ελληνική περίπτωση» έχει ενταχθεί πλέον σε μια συνολική διαπραγμάτευση γύρω από το Σχέδιο Μέρκελ, η οποία δεν αφήνει πολλά περιθώρια για χατίρια. Χρήσιμο, λοιπόν, είναι να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις: η νέα συγκυρία και αυτή η συνολική διαπραγμάτευση δυσκόλεψαν τη θέση της Ελλάδας, δεν τη διευκόλυναν. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ το είπε σαφώς σε συνομιλητές του κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας.

Υπό αυτή την έννοια, μια προσφυγή στις κάλπες σήμερα θα σημάνει σχεδόν ταυτοχρόνως διακοπή της χρηματοδότησης και στάση πληρωμών της χώρας. Ποια κυβέρνηση θα πάρει το ρίσκο μιας πτώχευσης στο μέσο μιας προεκλογικής περιόδου;

Αλλά αν όλα αυτά ισχύουν,

τότε γιατί κουβεντιάζουμε για εκλογές; θα με ρωτήσετε.

Ο λόγος είναι απλός. Επειδή αρκετοί εκτιμούν ότι αύριο ή μεθαύριο τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για την κυβέρνηση. Και ότι μια εκλογή τώρα θα είναι ευνοϊκότερη για το ΠαΣοΚ από μια εκλογή μέσα στο 2012 ή στο 2013. Με άλλα λόγια, επανέρχεται διαρκώς και από το παράθυρο η θεωρία της «τελευταίας ευκαιρίας».

Η οποία συντηρείται και από την εικόνα που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Η φθορά της κυβέρνησης μπορεί να είναι ραγδαία, αλλά (έως τώρα τουλάχιστον…) μάλλον τροφοδοτεί έναν πολιτικό κατακερματισμό παρά μια εναλλακτική λύση.

Μόνο που αυτός ο κατακερματισμός θα έπρεπε να βάλει και οριστικά ταφόπλακα στο εκλογικό σενάριο. Διότι, αν δώσουμε βάση στις δημοσκοπήσεις, αυτό που θα προκύψει από ενδεχόμενες εκλογές είναι το λεγόμενο «σενάριο του φρενοκομείου»: το πρώτο κόμμα στο 32%-33% και καμιά δεκαριά κόμματα στη Βουλή! Καλά ξεμπερδέματα…

«Αλήτες, ρουφιάνοι…»

Σε δυο-τρεις στάσεις λεωφορείων στη λεωφόρο Κηφισιάς διάβασα με έκπληξη το σύνθημα «Αλήτες, ρουφιάνοι, ελεγκτές».

Ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι οι ελεγκτές των λεωφορείων μπορεί να προκαλούν τέτοια αισθήματα. Ούτε είχα συνειδητοποιήσει ότι το ρεύμα των «αλητών» και των «ρουφιάνων» αρχίζει να διογκώνεται τόσο επικίνδυνα στη χώρα μας. Πρώτα οι δημοσιογράφοι, τώρα οι ελεγκτές, μεθαύριο ίσως οι υδραυλικοί και οι δασοφύλακες _ σε λίγο η Ελλάδα θα χωρίζεται στα δύο: από τη μια μεριά οι «αλήτες, ρουφιάνοι» και από την άλλη τα «γουρούνια, δολοφόνοι».

Η κατηγοριοποίηση προφανώς δεν είναι αθώα. Θα θυμίσω ότι ο πρώτος εντοπισμός «αλητών» και «ρουφιάνων» έγινε αρχές της δεκαετίας του ’90 από διάφορες ομάδες αντιεξουσιαστών και φρικιών.

Και δεν έγινε τυχαία. Τότε εξέπνεε ένα μοντέλο μεταπολιτευτικής δημοσιογραφίας που θεωρούσε τον δημοσιογράφο κάτι ανάμεσα σε αγωνιστή και ακτιβιστή. Ενα είδος εκπροσώπου των καταπιεσμένων και συνηγόρου των εξεγερμένων _ ιδίως όταν δεν υπήρχαν ούτε καταπιεσμένοι ούτε εξεγερμένοι. Η δημοσιογραφία αυτή λειτουργούσε περίπου σαν «συνιστώσα» της Αριστεράς. Δεν ενδιαφερόταν τόσο να ενημερώσει την κοινωνία όσο να την αλλάξει.

Τότε αναδείχθηκε μια νέα δημοσιογραφία πιο επαγγελματική, πιο πεπαιδευμένη, λιγότερο ιδεολογική. Μια δημοσιογραφία που δεν θεωρούσε ότι είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με την κοινωνία ούτε με τον νόμο και την τάξη, ακόμη λιγότερο με κάθε μορφής εξουσία. Που προσπαθούσε να ενημερώσει, να αναλύσει, να εξηγήσει, χωρίς να διεκδικεί την εκπροσώπηση κανενός και χωρίς να συμπεριφέρεται σαν κομματικός ινστρούχτορας. Δημοσιογραφία παρεμβατική αλλά όχι γραμμητζίδικη.

Αίφνης, ας πούμε, η κάθε απεργία και η κάθε διεκδίκηση σταμάτησαν να βρίσκουν στο πρόσωπο του δημοσιογράφου έναν αυτονόητο υπερασπιστή. Επαψε να θεωρείται ενημέρωση η εκφώνηση λαϊκών συνθημάτων και η αναπαραγωγή παλαιοαριστερών κλισέ. Συμφωνήσαμε ότι αλήθεια δεν είναι απαραιτήτως «το δίκιο του εργάτη». Και ότι ο αγώνας για την κοινωνική αλλαγή ή την πολιτική ανατροπή δεν αποτελεί δημοσιογραφικό αντικείμενο.

Αυτή η μεταβολή είχε συνέπειες. Οσοι δεν βλέπουν τις φαντασιώσεις ή τις επιδιώξεις τους να αναπαράγονται μονομερώς από εφημερίδες και τηλεοράσεις, όσοι έχασαν την εκπροσώπησή τους στον μιντιακό στίβο ή ακόμη χειρότερα όσοι δεν ανέχονται κάτι με το οποίο διαφωνούν αισθάνθηκαν θύματα μιας εικονικής πραγματικότητας που κάποιοι άλλοι (υποτίθεται) διαμορφώνουν ερήμην τους.

Πρώτα τα φρικιά, ύστερα οι επαγγελματίες των κοινωνικών αγώνων και από κοντά κάποιοι δημοσιογράφοι για λόγους απλής ανοησίας ή ιδιοτελούς ανταγωνισμού μετέτρεψαν τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων σε εχθρό. Βάφτισαν «αλήτη» και «ρουφιάνο» όποιον δεν μετέχει του κόσμου τους.

Το πρόβλημα είναι προφανώς δικό τους. Αλλά οι ελεγκτές τι τους έφταιγαν;