Επανάσταση στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική των αρχών του 20ού αιώνα αλλά και στον τομέα των εξυπηρετήσεων προς τους κατοίκους του είχε φέρει το Μέγαρο Λιβιεράτου (1906- 1909) που χτίστηκε από τον νεαρό τότε αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Νικολούδη , άρτι αφιχθέντα εκ Παρισίων, όπου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Εcole des Βeaux-Αrts. Σε ένα εξαιρετικό σημείο της Αθήνας (Πατησίων και Ηπείρου), απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και σε ένα γωνιακό, άρα προνομιούχο οικόπεδο, ο Νικολούδης είχε εφαρμόσει όσα έμαθε στη γαλλική πρωτεύουσα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κτίριο με τα πομπώδη, μορφολογικά στοιχεία του νεο-μπαρόκ, πολύ μακριά από την κυρίαρχη ως τότε μορφολογία των αστικών κατοικιών του αθηναϊκού νεοκλασικισμού.

Το επιβλητικό θύρωμα της εισόδου, η γωνιακή ημικυκλική κόγχη του πρώτου ορόφου, ο κυκλικός εξώστης και το καμπύλο στηθαίο που κορυφωνόταν σε ένα επιβλητικό έμβλημα- κατέπεσε στον σεισμό του 1981-, περίτεχνα κιγκλιδώματα και μεταλλικά εξαρτήματα είναι τα στοιχεία αυτού του μεγάρου.

Μεγάλο σαλόνι, καθιστικό, τραπεζαρία, γραφείο, βιβλιοθήκη, καπνιστήριο και μπιλιάρδο διέθετε το μέγαρο στο υπερυψωμένο ισόγειό του. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν στον όροφο- εκείνο της οικοδέσποινας μεγαλύτερο όλων με μικρό σαλόνι ή μπουντουάρ-, ενώ δικό τους δωμάτιο είχαν και τα παιδιά, με ιδιαίτερο χώρο μελέτης ή παιχνιδιού. Η κατοικία αυτή εξάλλου έφερε επανάσταση και στον τομέα των παροχών, αφού οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις της, το ζεστό νερό και το τηλέφωνο ήταν πρωτοφανή για τα αθηναϊκά δεδομένα της εποχήςκαι όχι μόνο-, ενώ οι χώροι υγιεινής μαρτυρούν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των ιδιοκτητών της.

Αυτή η κατοικία των 1.200 τ.μ. σχεδιάστηκε για τον πλούσιο κεφαλλονίτη επιχειρηματία Γεράσιμο Λιβιεράτο , ο οποίος είχε τη βιομηχανία τεχνητής μετάξης ΕΤΜΑ. Η πρόσφατη αποκατάστασή του έχει επαναφέρει το εγκαταλελειμμένο επί δεκαετίες μέγαρο στην αρχική νεο-μπαρόκ μορφή του.