«Τον ή γύρω από τον Δεκέμβριο του 1910, ο ανθρώπινος χαρακτήρας άλλαξε…» έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αισθάνομαι ότι, 100 χρόνια αργότερα, το ίδιο μπορεί να συνέβη και στην Ελλάδα. «Τον ή γύρω από τον Δεκέμβριο του 2010, ο ανθρώπινος χαρακτήρας άλλαξε…».

Προσέξτε. Δεν άλλαξε τον Δεκέμβριο του 2008 όταν έκπληκτοι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια απροσδόκητη και ανυποψίαστη έκρηξη καταστροφικής οργής. Δεν άλλαξε τον Δεκέμβριο του 2009 όταν και οι πιο εύπιστοι ή και οι πιο ανόητοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι «λεφτά δεν υπάρχουν». Αλλαξε τώρα.

Η εντυπωσιακή αυτή εξέλιξη δεν καταγράφεται τυχαία στις τελευταίες ημέρες του έτους. Η Πρωτοχρονιά είναι περίπου μια εθνική εορτή των Ελλήνων (η άλλη, και για ευνόητους λόγους, είναι η Πρωταπριλιά…) από τη στιγμή που η προκοπή ενός έθνους ολόκληρου στηρίχτηκε επί μακρόν στην ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη.

Στην υπόθεση, δηλαδή, πως ένας μαγικός μηχανισμός διανομής μπορούσε να εξασφαλίζει τις ανάγκες μιας χώρας, όπως αυτές προέκυπταν από τις προσδοκίες της. Και πως ο ελληνικός λαός ήταν ένας περιούσιος λαός για τον οποίο αρκούσε να διατυπώνει τις επιθυμίες του ώστε κάποιος Αϊ-Βασίλης να τις υλοποιεί.

Αλλά, ξαφνικά, «τον ή γύρω από τον Δεκέμβριο του 2010», ο ίδιος αυτός καραμπουζουκλής λαός αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει ή (για να δεχτώ την αριστερή εκδοχή της απο κάλυψης) ότι «ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα». Και γι΄ αυτό, όπως θα έλεγε και η Βιρτζίνια Γουλφ, ο ανθρώπινος χαρακτήρας αλλάζει οριστικά.

Γιατί τώρα; θα με ρωτήσετε. Θέλω να θυμίσω ότι το ζήτημα είχε ήδη τεθεί στις τελευταίες εκλογές, όταν οι ψηφοφόροι βρέθηκαν ενώπιον του διλήμματος «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» . Επέλεξαν μεγαλοφώνως να αλλάξουν όχι για να μη βουλιάξουν αλλά επειδή, όπως και ο πρίγκιπας Σαλίνα στον «Γατόπαρδο», θεωρούσαν ότι έπρεπε να αλλάξουν όλα προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε.

Θεωρούσαν, δηλαδή, ότι μια νέα κυβέρνηση θα τους επιτρέψει να ξαναπιάσουν το νήμα από εκεί που το έχασε η παλιά, ώστε τα πράγματα να συνεχίσουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Πολύ λογικά, λοιπόν, και αλλάξαμε και βουλιάξαμε.

Θα μου πείτε, βεβαίως, ότι αργήσαμε να το συνειδητοποιήσουμε. Ακόμη και ως τον Νοέμβριο, η κυβέρνηση είχε την ευχέρεια να διαβεβαιώνει επισήμως και σε όλους τους τόνους ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο» και ότι δεν θα χρειαστούν ούτε νέα μέτρα ούτε άλλες θυσίες. Σφύριξαν σχεδόν λήξη συναγερμού, σε σημείο που πολλοί πίστεψαν ότι «πάει, πέρασε!» κι ότι πολύ σύντομα τα πράγματα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Αστειότητες. Τις οποίες προφανώς αργήσαμε να πάρουμε χαμπάρι. Για πολλούς λόγους.

Ενας λόγος είναι ότι η αμεριμνησία στην Ελλάδα αποτελεί εθνικό χαρακτηριστικό. Ο μέσος πολίτης αρνείται να πιστέψει αυτό που δεν του αρέσει ή αυτό με το οποίο δεν συμφωνεί- έφτασαν μερικοί να κατηγορούν τα «κανάλια» ότι μεταφέρουν ένα τεχνητά αρνητικό κλίμα, το οποίο για ύποπτους λόγους και αναιτίως καλλιεργούν… Αλλωστε, ο ίδιος αυτός πολίτης θεωρεί ότι (κατά την πάγια ελληνική συνήθεια) κάτι θα συμβεί την τελευταία στιγμή ώστε να τη σκαπουλάρει από προβλέψεις και προγνωστικά.

Αλλος λόγος είναι ότι ακόμη και το μνημόνιο παρουσιάστηκε περίπου ως μεγάλη μαγκιά. Οτι τους πήραμε, δηλαδή, τα 110 δισ. που είχαμε ανάγκη και εις υγείαν των κορόιδων! Αμ δε! Διότι την ίδια στιγμή που πανηγυρίζαμε για τα λεφτά, κανείς, ούτε καν η ίδια η κυβέρνηση, δεν είχε συναίσθηση τι υπέγραφε και τι υποχρεώσεις αναλάμβανε. Τώρα, κάθε μέρα που περνάει, όλοι μαζί συνειδητοποιούμε το κόστος της «μαγκιάς». Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Δεκέμβριος του 2010 είναι η στιγμή που αρχίσαμε να αντικρίζουμε κατάματα την πραγματικότητα. Και το μεγάλο (αναπάντητο έως τώρα…) ερώτημα είναι πώς θα αφομοιώσει ο ελληνικός λαός αυτήν τη σκληρή κατάσταση που καλείται να διαχειριστεί. Ποιες είναι οι ανοχές του και ποιες οι αντοχές του.

Θα το δούμε. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί, ο Αϊ-Βασίλης μάς τελείωσε. Η θεωρία ότι η ευημερία ενός λαού προσδιορίζεται όχι από την προσπάθειά του ή από την απόδοσή του αλλά από τις επιθυμίες του αποτελεί κοροϊδία ενός μακρινού παρελθόντος.

Είπα προηγουμένως ότι και αλλάξαμε και βουλιάξαμε. Ισως δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί. Διότι υποψιάζομαι πως για να αλλάξουμε πραγματικά θα πρέπει να βουλιάξουμε κι άλλο.

jpretenteris@dolnet.gr