Η οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τις αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στους κόλπους του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), αντί να είναι χώρος συνεργασίας, έχει καταστήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών σε βασικό πυλώνα της. Ετσι το ευρώ βρίσκεται στη δίνη μιας θεμελιώδους αντίφασης: αποτελεί το κοινό νόμισμα κρατών τα οποία βρίσκονται σε «εμφύλιο» οικονομικό πόλεμο. Η ΕΕ περιήλθε αυτοβούλως στα χέρια των διεθνών χρηματαγορών. Η χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων περνά μέσα από τις ιδιωτικές τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε μπορεί ούτε θέλει να χρηματοδοτήσει τα μέλη της. Εχουμε γίνει μάρτυρες του εξής παραλογισμού: οι ιδιωτικές τράπεζες μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο (1%) ενώ οι ίδιες δανείζουν τα κράτη με πολύ υψηλότερα επιτόκια τα οποία φτάνουν ως και το 10%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
H ζώνη του ευρώ, η οποία δημιουργήθηκε ως λίκνο νομισματικής σταθερότητας, έχει καταστεί βορά των χρηματαγορών. Ποιο θα είναι το επόμενο θύμα τους μετά την Ελλάδα και την Ιρλανδία; Ως φαβορί εμφανίζονται η Πορτογαλία και η Ισπανία αλλά οι φήμες φτάνουν στα σύνορα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ασφαλώς δεν πρόκειται να καταστραφούν οι χώρες της ευρωζώνης, θα πληγούν όμως από την κρίση. Και θα πληγούν διότι η ΕΕ ανέχεται τα πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού των μελών της από τις τράπεζες ενώ την ίδια στιγμή εγγυάται στους πιστωτές ότι θα καλύψει το χρέος σε περίπτωση πτώχευσης ενός κράτους. Σε κάθε περίπτωση αυτές που κερδίζουν είναι οι τράπεζες.
Γίνεται αντιληπτό ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) δεν άλλαξε την κατάσταση. Η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει δημόσιο χρέος αλλά δεν χρηματοδοτεί απευθείας τα κράτη. Στην πραγματικότητα παρέχει εξασφάλιση στους αγοραστές κρατικών ομολόγων ότι θα τους καλύψει σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη των τίτλων. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν προσδιορίσει το ανώτερο επίπεδο επιτοκίου πάνω από το οποίο θα επεμβαίνει το ΕΤΧΣ. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να περιοριστεί η κερδοσκοπία.
Η Ευρώπη βρίσκεται λοιπόν σε ένα σταυροδρόμι. Δύο δρόμοι υπάρχουν: είτε θα ακολουθήσει τη σημερινή πορεία της ύφεσης και της αρχής «καθένας για τον εαυτό του», η οποία οδηγεί στη διάλυση της Ενωσης, είτε θα κάνει την κρίση ευκαιρία αλλαγής κατεύθυνσης.
Κατ΄ αρχάς η ΕΕ θα πρέπει να βγει από τη μέγκενη των αγορών. Η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να αφήνεται στις «αγορές». Η ΕΚΤ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δανείζει τα κράτη με πολύ χαμηλό επιτόκιο. Επιπλέον θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα μερικής διαγραφής του χρέους (αναδιάρθρωση) διότι το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων οφείλεται στην παρούσα κρίση και στη μείωση της φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων και όχι στην αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Πρέπει να φορολογηθούν οι χρηματιστηριακές συναλλαγές προκειμένου να σταματήσουν οι κερδοσκοπικές κινήσεις και ακόμη να απαγορευθούν προϊόντα και συναλλαγές των χρηματαγορών που αποτελούν απλή κερδοσκοπία. Οι τράπεζες θα πρέπει τουλάχιστον να υπόκεινται σε αυστηρή εποπτεία από το κράτος και οι δραστηριότητές τους θα πρέπει να επικεντρωθούν στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει διαχωρισμό της επενδυτικής δραστηριότητας από τη χορήγηση δανείων και τις καταθέσεις. Επίσης πρέπει να βάλουμε ένα τέλος στον οικονομικό πόλεμο με την εναρμόνιση της φορολογικής πολιτικής.
Πέρα από όλα αυτά, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα οφείλει να καλύπτει τις κοινωνικές ανάγκες, να μειώνει τις ανισότητες και να προβάλλει τις οικολογικές απαιτήσεις. Αυτό συνεπάγεται μια νέα αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου με τη θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων που θα έχουν πανευρωπαϊκή ισχύ. Είναι αμφίβολο αν η άρχουσα τάξη θα βαδίσει σε αυτή την κατεύθυνση. Εναπόκειται λοιπόν στους λαούς να την επιβάλουν. Προϋπόθεση της εξόδου από την κρίση είναι η κινητοποίηση των πολιτών και της κοινωνίας.
Μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Αttac και εκπρόσωπος του γαλλικού συνδικάτου Solidaires.