Στις 26 Σεπτεμβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη, ο τότε (και νυν) υπουργός Οικονομίας του Βελγίου κ. Ντιντιέ Ρέιντερς δήλωνε μιλώντας στους βέλγους δημοσιογράφους ότι «ανεξαρτήτως αυτών που θα συμβούν το επόμενο διάστημα στο Βέλγιο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι βέλγοι πολίτες μπορούν να είναι ήσυχοι ότι οι τραπεζικές καταθέσεις τους δεν κινδυνεύουν». Λίγες ώρες αργότερα, στο βραδινό δελτίο της κρατικής τηλεόρασης του Βελγίου ένας καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας βεβαίωνε ότι από το 1930 και μετά ουδείς υπουργός Οικονομικών είχε αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχει πρόβλημα «πίστης» προς το τραπεζικό σύστημα της χώρας και αναρωτιόταν τι ακριβώς συμβαίνει.

Το τι ακριβώς συνέβαινε ο βέλγος υπουργός το γνώριζε ως έναν βαθμό καλά. Οι οικονομικοί αναλυτές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον είχαν ήδη προειδοποιήσει από τον Αύγουστο ότι αργά ή γρήγορα το «τσουνάμι» της αμερικανικής πιστωτικής κρίσης θα υπερέβαινε τον Ατλαντικό και θα ξεσπούσε στις πρώτες ακτές που θα έβρισκε μπροστά του, δηλαδή τις βελγικές.

Οπερ και εγένετο. Εκείνη την ημέρα η μεγαλύτερη τράπεζα του Βελγίου, η Fortis, είχε ενημερώσει τον κ. Ντιντιέ Ρέιντερς ότι, αν δεν τη διέσωζε εντός του Σαββατοκύριακου, τη Δευτέρα το κοινό θα έβρισκε τις πόρτες της κλειστές. Οι άλλες τράπεζες, λόγω της έκθεσής της στα υπερατλαντικά θαλασσοδάνεια, δεν τη δάνειζαν και η Fortis, η τράπεζα στην οποία είχαν τα χρήματά τους οι μισοί Βέλγοι, δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Ετσι, εκείνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου του 2008 οι υπουργοί Οικονομίας της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Γερμανίας και του Λουξεμβούργου το πέρασαν συνεδριάζοντας στις Βρυξέλλες με αντικείμενο τη σωτηρία της Fortis. Η συμφωνία επετεύχθη τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας. Η Fortis διασώθηκε στο παρά πέντε και η Ευρωπαϊκή Ενωση εισερχόταν πλέον στη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της.

Το επόμενο Σαββατοκύριακο ο πρόεδρος της Γαλλίας κ. Νικολά Σαρκοζί κάλεσε επειγόντως στο Παρίσι τους ηγέτες των άλλων τριών σημαντικότερων οικονομικώς κρατών της ΕΕ (δηλαδή της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας), για να συζητήσουν τους τρόπους αντιμετώπισης της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Πρότεινε τη δημιουργία ενός μηχανισμού οικονομικής αρωγής με κεφάλαια της τάξεως των 300 δισ. ευρώ και εισέπραξε ένα ηχηρό «όχι» από την κυρία Ανγκελα Μέρκελ, ένα «ίσως» από τον κ. Γκόρντον Μπράουν και ένα «ναι» από τον κ. Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το σκηνικό της κρίσης που εξελίσσεται ως σήμερα είχε ήδη αρχίσει να στήνεται.

Εκτοτε οι διαβουλεύσεις, οι σύνοδοι και οι αναλύσεις για το μέγεθος της κρίσης άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς ωστόσο να υιοθετηθούν συγκεκριμένα μέτρα. Ολα αυτά ως την άνοιξη του 2009, οπότε οι κοινοτικοί εμπειρογνώμονες ενημέρωσαν τους οικονομικούς ιθύνοντες της ζώνης του ευρώ ότι συνεπεία της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα και η Ιρλανδία θα αντιμετώπιζαν στο μέλλον, η καθεμία για διαφορετικούς λόγους, ανυπέρβλητα προβλήματα. Και αυτό διότι λόγω της άρνησης της Γερμανίας να συμβάλει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού οι αγορές έβαζαν σταδιακώς στο μυαλό τους μια ιδέα που ως τότε φάνταζε εντελώς ανυπόστατη: το ενδεχόμενο πτώχευσης μιας χώρας του ευρώ. Ενα ενδεχόμενο που προσφερόταν και προσφέρεται για μύρια όσα κερδοσκοπικά παιχνίδια.

Πριν από τη γέννηση του ευρώ ανάλογο ζήτημα δεν ετίθετο, αφού τα ευρωπαϊκά κράτη τύπωναν κατά το δοκούν χρήμα και σε γενικές γραμμές είτε υποτιμώντας τα νομίσματά τους είτε ανεβάζοντας τον πληθωρισμό ήταν εντάξει στις διεθνείς υποχρεώσεις τους.

Αλλά και μετά τη γέννηση του ευρώ ανάλογο θέμα δεν υπήρξε, αφού το ενιαίο νόμισμα προσέφερε επί μία οκταετία στα μέλη του τη μέγιστη δυνατή προστασία. Το θέμα ετέθη όταν οι αγορές άρχισαν να διαισθάνονται ότι τα κρατικά ομόλογα δεν είναι πλέον τόσο ασφαλή όσο επί δεκαετίες πίστευαν, και συνεπώς άρχισαν να τα ξεφορτώνονται, με πρώτα εκείνα των λεγόμενων ασθενών κρίκων της ευρωζώνης. Τα επιτόκια δανεισμού αυτών των χωρών άρχισαν σταδιακώς να αποκλίνουν από τα μέσα επιτόκια δανεισμού της ευρωζώνης.

Ενώπιον αυτής της κατάστασης οι υπουργοί Οικονομίας της ζώνης του ευρώ κατέληξαν τον Απρίλιο του 2009 σε μια μυστική συμφωνία που προέβλεπε ότι η Ιρλανδία και η Ελλάδα θα λάβουν μέτρα ανάλογα προς αυτά που θα λάμβαναν αν οδηγούνταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς φυσικά να «εξευτελιστούν», δηλαδή να απευθυνθούν σε αυτό. Σε αντάλλαγμα θα ελάμβαναν την απόλυτη στήριξη των άλλων χωρών της ευρωζώνης, η οποία θα δήλωνε πλήρως αλληλέγγυα και αρμόδια για την επίλυση των προβλημάτων των μελών της.

Λίγες ημέρες αργότερα η ιρλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μειώνονται οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων της χώρας κατά 7% και άφησε να εννοηθεί ότι θα αυξήσει τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, ενώ η Αθήνα ζήτησε (και έλαβε) μια μικρή πίστωση χρόνου ως τον Σεπτέμβριο. Κατόπιν τούτων ο τότε αρμόδιος για τα οικονομικά ζητήματα επίτροπος κ. Χοακίν Αλμούνια δήλωσε, για πρώτη φορά, προς τον Τύπο ότι καμία χώρα του ευρώ, όσα προβλήματα και αν αντιμετωπίσει, δεν θα αφεθεί να τα αντιμετωπίσει μόνη της. Ανάλογες δηλώσεις υπήρξαν και από γερμανικής πλευράς.

Οι αγορές ηρέμησαν, όχι όμως για πολύ. Και αυτό διότι από ελληνικής πλευράς ο μεν κ. Ι. Παπαθανασίου με πρόσχημα τις εκλογές ουδέν έπραξε, ο δε κ. Γ.Παπακωνσταντίνου που τον διαδέχθηκε τον Οκτώβριο δήλωσε στην παρθενική του εμφάνιση στο Συμβούλιο ότι το ελληνικό έλλειμμα θα είναι τελικώς πολλαπλάσιο του προϋπολογισθέντος. Το ελληνικό μήνυμα ελήφθη πρωτίστως από τους διεθνείς οίκους οικονομικών αξιολογήσεων, οι οποίοι έκτοτε και ανά τακτά χρονικά διαστήματα υποβιβάζουν συνεχώς την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, με όσα δεινά αυτό συνεπάγεται. Το μήνυμα ελήφθη φυσικά και από τις Βρυξέλλες, οι οποίες έθεσαν αμέσως την Ελλάδα υπό αυστηρή επιτήρηση.

Η διάσωση της Ελλάδας και η δημιουργία του σχετικού μηχανισμού αρωγής είναι αναμφιβόλως μια κομβικής σημασίας απόφαση όχι μόνο για την ίδια την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ενωση στο σύνολό της. Επί της ουσίας, με την απόφαση αυτή η Γερμανία αναγκάστηκε να παραβιάσει μια αρχή που η ίδια είχε επιβάλει στην ευρωζώνη, δηλαδή τη μη ανάληψη των χρεών μιας χώρας από τις άλλες. Αναγκάστηκε δε να την παραβιάσει για να σώσει πρωτίστως τις δικές της τράπεζες, οι οποίες, μετά τις γαλλικές, ήταν οι πλέον εκτεθειμένες σε ελληνικούς τίτλους. Η παραβίαση αυτής της αρχής επικυρώθηκε στη συνέχεια με τη δημιουργία του δεύτερου μηχανισμού στον οποίο προσέφυγε εσχάτως η Ιρλανδία.

Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν σε αλλαγή ρότας το Βερολίνο το οποίο άρχισε έκτοτε να επικεντρώνει την προσοχή του όχι στο πώς θα αποφεύγονται οι διασώσεις των χωρών του ευρώ, αλλά στο πώς θα δημιουργηθεί σταδιακώς ένα πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ. Ενα πλαίσιο που μεταξύ άλλων προβλέπει και τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού αντιμετώπισης των οικονομικών κρίσεων.

Από τα ως σήμερα δείγματα γραφής, η νέα στρατηγική της Γερμανίας συνίσταται στη δημιουργία ενός πλέγματος οικονομικών κυρώσεων που θα υποχρεώνει τις χώρες της ευρωζώνης να λειτουργούν επί τη βάσει των γερμανικών προτύπων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ετσι, από το 2011 οι χώρες της ευρωζώνης θα ζητούν κατά το πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου την έγκριση των Βρυξελλών για τους βασικούς άξονες του προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Αν δεν λαμβάνουν την έγκριση ή αν δεν εφαρμόζουν απολύτως αυτούς τους άξονες, θα υφίστανται κυρώσεις οι οποίες θα κλιμακώνονται.

Οι κυρώσεις αυτές θα γίνονται εξαιρετικά επώδυνες για τις χώρες του ευρώ που δεν καταφέρνουν να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά τους και φθάνουν στο σημείο να προσφύγουν στον μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης των κρίσεων, ο οποίος θα τεθεί σε λειτουργία από το 2013 και μετά.

Και αυτό για έναν κυρίως λόγο: διότι με βάση τα όσα έχουν λίγο-πολύ συμφωνηθεί, από το 2013 και μετά τα κρατικά ομόλογα των χωρών της ζώνης του ευρώ θα έχουν μια ρήτρα που θα προβλέπει ότι, αν η χώρα που τα εκδίδει βρεθεί σε κατάσταση οικονομικής αφερεγγυότητας και προσφύγει στον ευρωμηχανισμό, οι κάτοχοι των ομολόγων θα χάνουν ενδεχομένως (και κατά περίπτωση) ένα τμήμα της αξίας τους.

Ως γνωστόν κάτοχοι των κρατικών ομολόγων μιας χώρας δεν είναι μόνο οι διεθνείς επενδυτές, αλλά και οι εθνικές τράπεζες, όπως και τα εθνικά ασφαλιστικά ταμεία.

Αυτό σημαίνει ότι, αν μια χώρα προσφύγει στον ευρωμηχανισμό και υποχρεωθεί (όπως μεταξύ άλλων προβλέπεται) σε αναδιάρθρωση του χρέους της, χαμένοι δεν θα είναι μόνο οι διεθνείς επενδυτές, αλλά και το εθνικό τραπεζικό ή συνταξιοδοτικό σύστημα.

Σε ό,τι αφορά πάντως τους διεθνείς επενδυτές, η θετική πλευρά αυτής της ρήτρας έγκειται στο ότι αποτελεί τρόπον τινά κίνητρο για να κρατούν τα ομόλογα ενός κράτους, αφού θα γνωρίζουν ότι, αν επιχειρούν μαζικά να τα ξεφορτωθούν (όπως πράττουν σήμερα με τα ελληνικά, τα ιρλανδικά, τα πορτογαλικά κ.ά.), θα αυξάνουν τις πιθανότητες πτώχευσης της χώρας που τα εξέδωσε. Στην περίπτωση αυτή εξάλλου θα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χάσουν σημαντικό τμήμα της αξίας των ομολόγων που έχουν στη διάθεσή τους, αφού έτσι θα προβλέπεται στη σχετική ρήτρα.

Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι σαφές ότι στο μέλλον οι ιδιώτες, λόγω αυτής ακριβώς της ρήτρας, θα είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί έναντι των κρατικών τίτλων που ενδέχεται να αποδειχθούν μειωμένης αξίας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα αποφεύγουν συστηματικά να αγοράζουν τους τίτλους των κακόφημων κρατών, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το κόστος του δανεισμού τους ανεξαρτήτως της δημοσιονομικής τους θέσης. Πρόκειται για ένα μείζονος σημασίας πρόβλημα το οποίο προς το παρόν παραμένει ανοικτό.

Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε φυσικά να αντιμετωπισθεί μέσω της έκδοσης των περίφημων ευρωομολόγων που θα εξίσωναν τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης. Επί του θέματος αυτού η Γερμανία έχει πλειστάκις τοποθετηθεί και επισήμως τα απορρίπτει ισχυριζόμενη ότι θα επιβαρυνθεί κατά 17 δισ. ευρώ. Ανεπισήμως ωστόσο όλα δείχνουν ότι η Γερμανία και η Γαλλία ετοιμάζουν τον δρόμο για τη θεσμοθέτηση των ευρωομολόγων, τα οποία πολλοί πλέον θεωρούν «αναπόφευκτα». Με βάση τα όσα άφησαν να εννοηθεί προ ημερών οι Μέρκελ και Σαρκοζί, ο δρόμος αυτός θα περνάει μέσα από την ομοιόμορφη δημοσιονομική εξυγίανση, την εξίσωση των φορολογικών συντελεστών και την εναρμόνιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στις δύο χώρες. Είναι οι όροι που θέτει η Γερμανία για να μοιραστεί το κόστος του δανεισμού της με τη Γαλλία και να συναινέσει στην έκδοση κάποιων περιορισμένων σε πρώτη φάση ομολογιακών δανείων, των οποίων η μορφή και το περιεχόμενο αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων. Οι ιδέες που κυκλοφορούν τους τελευταίους μήνες επί του θέματος ποικίλλουν. Ωστόσο αν υπάρχει κάτι βέβαιο είναι ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να αποδεχθεί καμία ιδέα που θα έχει ως αποτέλεσμα να δανείζεται το ίδιο ακριβότερα, προς όφελος τρίτων.

Η εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου

ΛΙΓΟ μετά την Πρωτοχρονιά του 2010 και ενώ η «ελληνική κρίση» γινόταν σταδιακά το αγαπημένο θέμα του παγκόσμιου Τύπου, οι πρώτοι κοινοτικοί ελεγκτές έφθαναν στην Αθήνα συνοδευόμενοι (κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας) και από έναν εκπρόσωπο του ΔΝΤ.

Στόχος της αποστολής ήταν η διάγνωση της πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, αφού κανένας πλέον δεν εμπιστευόταν τα περιβόητα ελληνικά στατιστικά στοιχεία. Εκείνη την εποχή η εμπλοκή του ΔΝΤ σε ενδεχόμενο εγχείρημα διάσωσης μιας χώρας του ευρώ ήταν ακόμη «ταμπού» για την ΕΕ. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ, όπως και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της ευρωζώνης κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ απέκλειαν την όποια εμπλοκή, ο δε πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου χρησιμοποιούσε την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ ως φόβητρο, κυρίως κατά της Γερμανίας της οποίας την ευαισθησία στο θέμα της αξιοπιστίας του ευρώ οι πάντες γνώριζαν. Ολα αυτά ως τις αρχές του Φεβρουαρίου του 2010, οπότε για πρώτη φορά, έστω και ανεπισήμως, γίνεται λόγος για εμπλοκή του ΔΝΤ σε ενδεχόμενο εγχείρημα διάσωσης της Ελλάδας. Τα «νέα» ήλθαν παραδόξως όχι από τη Γερμανία, αλλά από τη Γαλλία. Ο κ. Ζαν-Πιερ Ζουαγέ, άλλοτε δεξί χέρι του κ. Ζακ Ντελόρ και τότε πρόεδρος της γαλλικής Αρχής Κεφαλαιαγοράς, δηλώνει αιφνιδίως από το Παρίσι ότι η καλύτερη λύση για την Ελλάδα θα ήταν να απευθυνθεί η ευρωζώνη για λογαριασμό της χώρας στο ΔΝΤ. Λίγες ημέρες αργότερα προβαίνει σε ανάλογες δηλώσεις προς «Το Βήμα» και ο κ. Ζαν Πιζανί Φερί, διευθυντής του οικονομικού ινστιτούτου Βruegel, που κατά βάση εκφράζει τις απόψεις του γαλλογερμανικού άξονα. Εκτοτε κατέστη σαφές ότι ο κίνδυνος παραπομπής της Ελλάδας στο ΔΝΤ, στον οποίο είχε αναφερθεί σε μάλλον ανύποπτο χρόνο ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, ήταν προ των πυλών. Η κυρία Μέρκελ μιλώντας εκείνη την εποχή στη γερμανική Βουλή είχε θέσει το ρητορικό ερώτημα: «Ποιος αλήθεια θα μπορούσε να επιβάλει στις εθνικές κυβερνήσεις την υιοθέτηση σκληρών μέτρων όταν αυτά κρίνονται αναγκαία;». Επί του ερωτήματος αυτού η κυρία Μέρκελ είχε ήδη έτοιμη την απάντηση, την οποία και δημοσιοποίησε λίγο αργότερα: Το ΔΝΤ.

Το μόνο που απέμενε λοιπόν ήταν η υποβολή επίσημου αιτήματος αρωγής της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία εν πάση περιπτώσει, και μετά την απαίτηση του κ. Τρισέ, θα διατηρούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο εγχείρημα. Τον Απρίλιο του 2010 η Ελλάδα υπέβαλε επισήμως το αίτημα συνδρομής. Ακολουθήθηκε δηλαδή η διαδικασία βάσει της οποίας μια χώρα προσφεύγει στο ΔΝΤ.

Εναν μήνα μετά την υποβολή του αιτήματος συμφωνήθηκε το περίφημο πλέον μνημόνιο και στις αρχές Μαΐου, μία ημέρα πριν από την εκπνοή της διορίας που είχε η Ελλάδα για να εξοφλήσει σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις παρελθόντων ετών, άρχισε να ρέει η πρώτη δόση των νέων δανείων που συνήψε η ελληνική κυβέρνηση με την ευρωζώνη και το ΔΝΤ.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

Είναι βέβαιο ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να αποδεχθεί καμία ιδέα που θα έχει ως αποτέλεσμα να δανείζεται το ίδιο ακριβότερα, προς όφελος τρίτων. Στη φωτογραφία, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε

Ιανουάριος 2010: Αυξάνονται τα spreads της Ελλάδας. Μάιος 2010: Μηχανισμός στήριξης110 δισ. ευρώ για την Ελλάδα από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ.

Φθινόπωρο2010: Η Ιρλανδία προσφεύγει στο Ταμείο Στήριξης και αποσπά βοήθεια ύψους 85 δισ. ευρώ.

Δεκέμβριος 2010: Η κρίση δανεισμού απειλεί την Πορτογαλία και την Ισπανία. Αυξάνονται τα spreads του Βελγίου και της Ιταλίας.

ΔΙΧΑΖΕΙ Ο ΕΝΙΑΙΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
* Ολα τα κράτη της ευρωζώνης δανείζονται με ευρωομόλογο και όχι με κρατικά ομόλογα.

* Εκδότης του ευρωομολόγου θα είναι η ΕΚΤ.

* Η Γερμανία και άλλα κράτη που σήμερα δανείζονται φθηνά δεν θέλουν το ευρωομόλογο.

* Μικρότερα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ή όσα αντιμετωπίζουν πρόβλημα αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους τάσσονται υπέρ.