Είναι ένας μοντέρνος Ρομπέν των δασών ή μάλλον των τραπεζών. Ενας άγνωστος άνδρας κλέβει τα δεδομένα 200 γερμανών φοροφυγάδων από την ελβετική ιδιωτική τράπεζα Julius Baer και τα πουλάει αντί 1,4 εκατ. ευρώ στις γερμανικές αρχές. Ο ίδιος όμως δεν κρατάει ούτε ένα λεπτό του ευρώ από αυτά. Τα χρήματα δόθηκαν σύμφωνα με υπόδειξή του σε μια ανθρωπιστική οργάνωση που ασχολείται με τα θύματα του σεισμού στην Αϊτή.
Η απίστευτη αυτή ιστορία άρχισε πριν από μερικούς μήνες όταν ο ανώνυμος καταδότης τηλεφώνησε στην Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος στο Ντίσελντορφ για να της πουλήσει έναν ηλεκτρονικό δίσκο με επιβαρυντικά για τους φοροφυγάδες στοιχεία. «Μιλούσε με ηλεκτρονικά παραμορφωμένη φωνή και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να πει το όνομά του» λέει εκπρόσωπος της Υπηρεσίας. «Απέκλεισε επίσης κάθε ενδεχόμενο συνάντησης με κάποιον πράκτορά μας. Και οι προσπάθειές μας να τον εντοπίσουμε μέσω των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του απέβησαν άκαρπες». ?
Οι πρόβες για τις περιπτώσεις φοροδιαφυγής που περιείχαν τα μηνύματα αυτά αποδείχθηκαν όμως πειστικές. Ακολούθησε λίγο αργότερα η συναλλαγή. «Από τότε χάσαμε κάθε ίχνος του» λέει ο ίδιος.
«Ο κλέψας του κλέψαντος» με κοινωνική συνείδηση; Πιθανόν. Οι αρχές εξετάζουν όμως και μια πεζότερη εκδοχή: ο ιδιότυπος αυτός προστάτης των σεισμοπαθών να προτίμησε να παραιτηθεί από την «αμοιβή» του για λόγους αυτοσυντήρησης. Και αυτό υποθέτουν επειδή ήταν εν γνώσει του η μοίρα ορισμένων ομοτέχνων του, οι οποίοι μη φροντίζοντας να κρατήσουν μυστική την ταυτότητά τους δεν πρόλαβαν να «χαρούν» πραγματικά τα εκατομμύρια που κέρδισαν από την πώληση παρόμοιων CD.
Οι τράπεζες πήραν την εκδίκησή τους ωστόσο μηνύοντας τους επίδοξους… συναδέλφους του. Ενας από αυτούς, ο Χάινριχ Κίμπερ, διέφυγε στο εξωτερικό και καταζητείται με διεθνές ένταλμα σύλληψης, ένας άλλος, ο Μπράντλεϊ Μπίρκενφελντ κατέληξε στη φυλακή και ένας τρίτος, ο Χέρβε Φαλτσιάνι, ζει με άλλο όνομα υπό αστυνομική προστασία. «Ο άγνωστος Ρομπέν αντιλήφθηκε προφανώς έγκαιρα ότι τα κέρδη των συναδέλφων του μετατράπηκαν γρήγορα σε χασούρα» λέει ο ίδιος εκπρόσωπος.
Η «κατάρα του καταδότη» χτυπά όμως δικαίους και αδίκους. Για παράδειγμα, τραγική ήταν η μοίρα ενός Αυστριακού που ήταν προφυλακισμένος στη Βέρνη ως ύποπτος για την κατοχή ανάλογου CD. Η ενοχή του δεν αποδείχθηκε ποτέ. Ο ίδιος ωστόσο αυτοκτόνησε στο κελί του τον περασμένο Σεπτέμβριο. «Δεν άντεξε στις πιέσεις για ομολογία» έγραψε εφημερίδα.
Ετσι δεν είναι καθόλου περίεργο που η νέα γενιά «καταδοτών» παίρνει όλο και πιο αυστηρά μέτρα αυτοπροστασίας της. Ενας από αυτούς, όπως λέγεται, φορούσε πάντα κατά τις συναντήσεις του με τους αστυνομικούς πράκτορες μαύρα γυαλιά, γάντια και περούκα. Οι ίδιοι πράκτορες υποθέτουν ότι έβαλε λάθος υπογραφή στην απόδειξη για τα χρήματα που πήρε.
Η αύξηση του επαγγελματικού ρίσκου δεν φαίνεται ωστόσο να χαλάει την όρεξη για κλοπή. Το αντίθετο μάλιστα. «Το κάρφωμα των φοροφυγάδων εξελίσσεται σε κερδοφόρο οικονομικό κλάδο» λέει αναλυτής. Ο αριθμός τους αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο από μήνα σε μήνα. Και οι φορολογικές υπηρεσίες που θα έπρεπε να κολάζουν εξ ορισμού τέτοιες παρανομίες τρίβουν τα χέρια τους γι’ αυτές. «Για κάθε εκατομμύριο που δίνουν στους κλέφτες κερδίζουν 200 ως 300 εκατομμύρια από πρόστιμα εις βάρος των φοροφυγάδων» υπολογίζει ο ίδιος. «Οι καταδότες κινδυνεύουν περισσότερο από τις τράπεζες παρά από τις αρχές» προσθέτει.
Το πιο πιθανό είναι λοιπόν ότι το κύμα κατάδοσης θα συνεχίσει να φουντώνει και ο αριθμός των «καταδοτών» θα αυξάνεται. Και οι περιπτώσεις παραίτησης από τα κέρδη _ είτε για λόγους αυτοπροστασίας είτε όχι _ όπως εκείνη του άγνωστου «Ρομπέν των τραπεζών» θα παραμένουν μάλλον η εξαίρεση.