Δικηγόροι, μηχανικοί, φαρμακοποιοί, αρχιτέκτονες και άλλοι επαγγελματίες που η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει τα επαγγέλματά τους αναζητούν τώρα συμμάχους στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Υπουργούς, δηλαδή και βουλευτές που είναι συνάδελφοί τους στο επάγγελμα. Θεωρούν ότι ευκολότερα μπορούν να διαπραγματευθούν τις θέσεις τους, με ανθρώπους και δει υπουργούς ή βουλευτές, ώστε η απελευθέρωση να μη γίνει με επιθετικό ή ισοπεδωτικό τρόπο και κυρίως να μην θιγούν μακροχρόνια προνόμιά τους. Αλλωστε γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι υπουργοί, μπορεί να έχουν αναστείλει την επαγγελματική τους ιδιότητα, αλλα με τον πρώτο ανασχηματισμό, μπορεί να βρεθούν εκτός κυβερνήσεως και να αναγκασθούν να ασκήσουν και πάλι τα επάγγελμά τους. Να βρεθούν δηλαδή και πάλι μαζί, σε αίθουσες δικαστηρίων, στον δικηγορικό σύλλογο, στον φαρμακευτικό σύλλογο ή ακόμα και στο Τεχνικό Επιμελητήριο.

Η ισχύς εν τη ενώσει, λοιπόν και ήδη άρχισαν να προσεγγίζουν οι μεν δικηγόροι τους νομικούς υπουργούς, οι δε μηχανικοί, τους συναδέλφους τους υπουργούς κ. τ.λ.. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά κ. Στ. Μανουσάκης με άρθρο του στα «Νέα» έκανε προς όλους γνωστό ότι «η διαπραγματευτική θέση που τηρεί το υπουργείο Δικαοσύνης είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τις θέσεις της ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων που συνεδρίασε στην Καβάλα». Και σημείωσε παράλληλα ότι μ΄αυτές τις θέσεις προσέφυγε η Ελλάδα ενώπιον των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ετσι φαίνεται ότι αρχίζει ένα πολυδιάστατο πολιτικό παζάρι και εντός της κυβέρνησης αλλά και μεταξύ υπουργών ή ακόμα βουλευτών και διαφόρων επαγγελματικών κλάδων. Ο χρόνος των τελικών αποφάσεων για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει μετατεθεί για το τέλος Ιανουαρίου και στο διάστημα που μεσολαβεί έως τότε κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης διεκδικούν να αναλάβουν τις αρχικές «διαπραγματεύσεις με συγκεκριμένες επαγγελματικές τάξεις. Χαρακτηριστική τού πόσο είναι απαραίτητη η συμμαχία των επαγγελματιών μέσα στην κυβέρνηση είναι και το γεγονός ότι απευθύνονται σε υπουργούς που τους θεωρούν πιο ήπιους διαπραγματευτές. Ο υπουργός Υγείας κ. Α. Λοβέρδος, όμως την ώρα που διαπραγματευόταν με τους φαρμακοποιούς και αισθάνθηκε ότι η όλη υπόθεση οδηγείτο σε αδιέξοδο τους προειδοποίσε ότι εάν δεν τα βρουν μεταξύ τους και, κυρίως εάν δεν σταματήσουν τις εξαγγελθείσες κινητοποιήσεις τους, τότε θα τους… παραπέμψει στον υπουργό Οικονομικών και θεωρούμενο «σκληρό διαπραγματευτή της κυβέρνησης» κ. Γ. Παπκωνσταντίνου, ο οποίος είναι και εξωκοινοβουλευτικός υπουργός. Εως τώρα οι φαρμακοποιοί θεωρούσαν τον κ. Λοβέρδο «σύμμαχο» στις διαπραγματεύσεις, αλλά εάν κρατήσουν σκληρή στάση, τότε ο κ. Λοβέρδος θα φύγει από τη μέση και θα έχουν να κάνουν πλέον με τον υπουργό Οικονομικών. Και οι πάντες γνωρίζουν, τους κατέστησε άλλωστε σαφές και ο κ. Λοβέρδος, ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει σαφείς οδηγίες από το Μέγαρο Μαξίμου, να επισπεύσει τη διαδικασία, αφού «καραδοκεί» η αξιολόγηση για την τέταρτη δόση του δανείου από την τρόϊκα.

Στην Βουλή των Ελλήνων υπάρχουν αυτή τη στιγμή, 71 μέλη του Δικηγορικών Συλλόγων όλης της Χώρας, ένας δηλαδή, μικρός κλαδικός σύλλογος, ένα «λόμπι νομικών», με έμπειρους νομικούς, που ψηφίζει όμως αποφάσεις, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους. Ετσι τα οργανωμένα σωματεία των δικηγόρων άρχισαν να προσεγγίζουν τους συνδέλφους τους _ βουλευτές προκειμένου να κερδίσουν και χρόνο αλλά και οφέλη από τις διαπραγματεύσεις. Και αυτές οι προσεγγίσεις φαίνεται πως ήδη έπιασαν τόπο.

Οι βουλευτές του ΠαΣοΚ έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση και απευθείας στον Πρωθυπουργό (με τις τοποθετήσεις τους για τον προϋπολογισμό) ότι δεν προτίθεται να δεχθούν εκ νέου κατάθεση και ψήφιση κρίσιμου νομοσχεδίου με τη μορφή της διαδικασίας του κατεπείγοντος, όπως ήρθε σε ψήφιση στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο για το εργασιακό και το φορολογικό, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή από την ΚΟ του ΠαΣοΚ του κ. Ευ. Παπαχρήστου. Στο «παγνίδι» για την προάσπιση των δικαιωμάτων των συναδέλφων της δικηγόρων εισήλθε και η βουλευτής της ΝΔ και πρώην μέλος του ΔΣΑ Αθηνών κυρία Ελίζα Βόζενπερργκ, η οποία κάλεσε από τα ραδιόφωνο εμμέσως πλην σαφώς να συμπαρασταθούν στους δικηγόρους: «Θα το σκεφθούμε πολύ σοβαρά οι δικηγόροι, αν θα πρέπει να ψηφίσουμε στη Βουλή τέτοια διάταξη», είπε, αλλά ΄’εσπευσε να συμπληρώσει ότι με την δήλωσή της αυτή δεν θέλει να προκαταλάβει την απόφαση που θα λάβει επί του θέματος ο Πρόεδρος του κόμματος κ. Αντ. Σαμαράς.

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει για την κυβέρνηση που γνωρίζει ότι με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς θα βρεθεί αντιμέτωπση με πολλές κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, που νιώθουν ότι θίγονται, με την απελευθέρωση των επαγγελμάτων τους, τα συμφέροντά τους. Περίπου 350 κλειστά επαγγέλματα, έχει ήδη καταγράψει, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, η αντιπροεδρία της κυβέρνησης, τα οποία, αφού θα αξιολογηθούν, θα πρέπει να ανοίξουν πάραυτα, σύμφωνα και με τις επιταγές της τρόίκας.

Στο διάστημα όμως που μεσολαβεί και αξιοποιώντας τις εορτές (και το κλείσιμο της Βουλής) η κυβέρνηση άρχισε να παίρνει και αυτή τα μέτρα της, επιστρατεύοντας κορυφαίους υπουργούς ώστε να επιχειρήσουν να διαμεσολαβήσουν, ο καθένας στον δικό του επαγγελματικό κλάδο, ώστε να επιτευχθεί ένας ιδότυπος, ήπιος συμβιβασμός (όπως το χαρακτήρισε κυβερνητικός παράγοντας), προκειμένου να αποφευχθεί η κοινωνική αναστάτωση και όχι μόνον. Στόχος επίσης είναι να καμφθούν οι διαφαινόμενες αντιδράσεις, κυρίως από τους «σκληρούς» των επαγγελμάτων αυτών, όπως είναι οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι φαρμακοποιοί και οι μηχανικοί. Οι πάντες άλλωστε γνωρίζουν ότι νέες κινητοποιήσεις θα είχαν, σε δύσκολους καιρούς για την οικονομία, σημαντικές επιπτώσεις σε οικονομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

Με δεδομένο ότι το μέτωπο που αναμένεται να ανοίξει για τα κλειστά επαγγέλματα ίσως να είναι από τα πιο σκληρά που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση- αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που κορυφαία στελέχη της προετοιμάζονται για αυτό το ιδιότυπο «παζάρι»_ άρχισε ήδη να διαμορφώνουν την στρατηγική της. Πρώτος στόχος να καμφθούν οι όποιες αντιρρήσεις πιθανόν να έχουν άλλοι…. υπουργοί που οι πληροφορίες τους φέρνουν αποφασισμένους και αυτούς να εκφράσουν και να προστατεύσουν ένα μέρος των κεκτημένων που έχουν εξασφαλίσει εδώ και χρόνια επαγγελματικοί κλάδοι. Δεύτερος στόχος είναι υπάρξουν διεξοδικές συζητήσεις με τους βουλευτές, μέλη των αντίστοιχων κοινοβουλευτικών επιτροπών.

Τα μέλη αυτής της κυβέρνησης, που εμφανίζονται ότι επιθυμούν να υπερασπισθούν τον κλάδο τους, δεν εκδηλώνονται ακόμα και περιμένουν να εκφράσουν τις όποιες αντιρρήσεις τους σε κυβερνητικά όργανα, προτού η τελική μορφή του νομοσχεδίου συζητηθεί προς έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών φέρονται ότι πρωταγωνίστησαν στην αναβολή της συζήτησης για μετά τις εορτές, με το πρόσχημα να μην δημιουργηθεί αναταραχή στο κοινωνικό σύνολο, όμοια μ΄αυτή που δημιουργήθηκε με τα μέσα μαζικής μετοφοράς, κατά τη διάρκεια της εορτής των Χριστουγέννων.

Προκειμένου να καμφούν οι όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχουν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου φαίνεται ότι αναλαμβάνουν ειδικό ρόλο οι δικηγόροι και στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως οι κκ. Ευ. Βενιζέλος, Χ. Καστανίδης, Χ. Παμπούκης και Α. Λοβέρδος. Επισήμως ωστόσο και οι τέσσερις, αφήνουν να διαρρεύσει δεν έχουν ακόμα προσεγγίσει το θέμα. Ο κ. Βενιζέλος μάλιστα ερωτηθείς από «Το Βήμα», είπε ότι δεν έχει αναλάβει καμία μεσολαβητική προσπάθεια με τους δικηγόρους.

Πόσο όμως ισχυρό είναι το λόμπι των βουλευτών σε διάφορα επαγγέλματα, που κάνει ακόμα, όπως λέγεται και πολλά μέλη τουΔικηγορικού Συλλόγου Αθηνών να το υπολογίζει στον αγώνα που αρχίζουν τώρα οι δικηγόροι; Σπανίως εμφανίζεται στη Βουλή αυτό το λόμπι λόγω της μακροχρόνιας απόφασης που ίσχυε για ασυμβίβαστο βουλευτικής και επαγγελματικής ιδιότητας. Όταν όμως εμφανισθεί, είναι πολύ ισχυρό και ανατρέπει αποφάσεις. Ιδού ένα παράδειγμα. Το 1999 μετά τον καταστροφικό σεισμό της Παρνηθας, η τότε κυβέρνηση, εξέφρασε τη βούλησή της να φέρει στη Βουλή ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για την αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων. Δύο φορές στο παρελθόν η Βουλή είχε κληθεί να συζητήσει ρυθμίσεις για την αντισεισμική προστασία (συνήθως μετά από καταστεπτικό σεισμό) αλλά και τις δύο φορές αποδείχθηκαν ότι οι καλές προθέσεις και η πολιτική βούληση έπρεπε να παλέψουν με τα συμφέροντα και τις πιέσεις που ασκούσαν στους βουλευτές ισχυρές επαγγελματικές ομάδες.