Ενα από τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά της χρονιάς που τελειώνει είναι η υστερική απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών. Ενα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Νίκος Μπίστης, «Προχωρώντας και Αναθεωρώντας», Εκδόσεις Πόλις) υπενθυμίζει σε όσους τόσο εύκολα το ξεχνούν ότι η πολιτική είναι και υπόθεση ζωής, αγώνων, προσφοράς και θυσιών. Συχνά χωρίς «ανταπόδοση».

Ο Νίκος Μπίστης, ο οποίος έκρυβε ως τώρα το αναμφισβήτητο αφηγηματικό του ταλέντο, προσφέρει με το βιβλίο την εξιστόρηση της πορείας του από την ένταξη, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στην παράνομη κομμουνιστική νεολαία και την αντίσταση ως τη συμμετοχή του στην τελευταία κυβέρνηση Σημίτη. Και ταυτόχρονα μάς προσφέρει την ιστορία των ανθρώπων μιας γενιάς που, πεισματικά, σε δύσκολες ώρες, με θυσίες, θέλησαν να προσφέρουν στα κοινά πιστεύοντας σε αρχές περισσότερο απ’ ό,τι σε κόμματα.

Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τη φοιτητική αντίσταση, τις πολιτικές εξελίξεις, τη Μεταπολίτευση. Το χρονικό, για να το χαρακτηρίσω έτσι, του Νίκου Μπίστη έχει όμως το μεγάλο προτέρημα της αμεσότητας και της εντιμότητας για τις καταστάσεις και για τους ανθρώπους τους. Χωρίς στρεβλωτική εμπάθεια και φανατισμό. Οι εξακόσιες τόσες σελίδες του βιβλίου, που διαβάζονται μονορούφι, είναι και μάθημα πολιτικού δημοκρατικού πολιτισμού.

Ο κόσμος του Νίκου Μπίστη ήταν στην ταράτσα της Νομικής, στο Πολυτεχνείο, στα ανακριτικά κέντρα της Ασφάλειας και της ΕΣΑ, σε όλες τις στιγμές που ακολούθησαν. Πολλοί άκαπνοι επέβαλαν αργότερα το θεώρημα ότι οι μαχητές της Δημοκρατίας έπρεπε στη συνέχεια να πάνε ήσυχα στο σπιτάκι τους και να αφήσουν την εξουσία σε όσους αδιαφόρησαν ή προσκύνησαν. Το «κόλπο» είναι διαχρονικό. Και απεχθές. Φυσικά η παρατήρηση αυτή δεν αθωώνει όσους ξέχασαν τα νιάτα τους και την πρόθεσή τους να γίνουν άλλοι.

Ο Νίκος Μπίστης αναφέρεται σε όσα έζηζε, αλλά δεν έζησε τα πάντα. Αυτό εξηγεί ορισμένες γενικεύσεις, άδικες νομίζω, όπως η θέση ότι η αντίσταση της Αριστεράς ήταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η δεσπόζουσα. Είμαι σίγουρος ότι αν είχε θυμηθεί τον Τάσσο Μήνη, τον Οπρόπουλο, τον Μουστακλή και τόσους άλλους μη αριστερούς, και μάλιστα αξιωματικούς, αν είχε θυμηθεί την Κεντροαριστερή «Δημοκρατική Αμυνα», το Κίνημα του Ναυτικού και την τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής αντιχουντική στάση τόσων δεξιών και τόσων κεντρώων πολιτικών, τις προσπάθειες των αντιχουντικών στο εξωτερικό, οι αναφορές του θα ήταν πιο πλήρεις.

Ο συγγραφέας έχει όμως τη γενναιότητα να περιγράφει χωρίς μύθους τους προβληματισμούς που προκάλεσε στους δημοκράτες, ως προς το δέον γενέσθαι, η απόπειρα φιλελευθεροποίησης της χουντικής εξουσίας όχι για κάποια ένοχη υποταγή, αλλά για την αγωνιστική εκμετάλευση κάθε παραθύρου που θα άνοιγε, όπως στην Ισπανία.

Περιληπτικά: Επιτέλους, να ένας διαφορετικός λόγος. Απαραίτητος. Και συναρπαστικός.

somerit@otenet.gr