Δύο χρόνια πέρασαν από την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Ομπάμα προσπάθησε από την πρώτη μέρα να βρει μια λύση στη διένεξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Δύο χρόνια μετα, οι καλές προθέσεις είναι άραγε το καλύτερο που έχει να μας δώσει η νέα πολιτική του Ομπάμα, αφού τίποτα σημαντικό δεν έχε προκύψει από αυτήν; Οι καλές προθέσεις έχουν μικρή σημασία στη ζωή – και πολύ λιγότερη στην πολιτική. Αυτό που έχει σημασία είναι τα αποτελέσματα.
Από την αρχη, ο Ομπάμα θέλησε να ακολουθήσει μια δραστήρια πολιτική στο Μεσανατολικό. Ισως το μεγαλύτερο λάθος του ήταν η μεγάλη σημασία που έδωσε στο σταμάτημα των νέων οικισμών. Τυχόν πάγωμα της ανέγερσης νέων οικισμών θα οδηγούσε όμως σε άμεση κατάρρευση την κυβέρνηση συνασπισμού του ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου. Επρεπε να γίνει κατανοητό ότι ο Νετανιάχου δεν θα παρέτεινε αυτό το πάγωμα.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει η αμερικανική κυβέρνηση να απευθύνει τόσο στον Νετανιάχου όσο και στον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπάς είναι κατά πόσον έχουν τη διάθεση – εδώ και τώρα – να διαπραγματευτούν ειλικρινά για το τελικό καθεστώς. Εάν συμβεί αυτό, θα επιλυθεί το δίλημμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή μεταξύ της ασφάλειας του Ισραήλ και της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους.
Η λύση θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: να γίνει σήμερα μια συνολική συμφωνία για το τελικό καθεστώς που θα λαμβάνει υπ΄ όψιν όλα τα ανοιχτά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας της Παλαιστίνης. Να εφαρμοστεί η συμφωνία με βάση προκαθορισμένα βήματα για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να ελέγχεται η διαδικασία με ένα μηχανισμό που θα βασίζεται στην παρουσία ενός τρίτου μέρους (υπό την ηγεσία των ΗΠΑ).
Αυτό θα έδινε στους Παλαιστίνιους μια εγγύηση για τα σύνορα του κράτους τους, την πρωτεύουσά τους και για το προκαθορισμένο σημείο όπου θα τελειώνει η ισραηλινή κατοχή. Με διεθνή βοήθεια, θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το χρόνο για να δημιουργήσουν κρατικούς θεσμούς, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης και να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της Δυτικής Οχθης και της Γάζας. Σε αυτή τη νέα και σταθερή βάση, ίσως βρουν μια λύση για τους παλαιστίνιους πρόσφυγες και προωθήσουν το αίτημα της συμφιλίωσης μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς.
Ετσι το Ισραήλ θα λάβει εγγυήσεις ότι θα είναι ασφαλές και ότι η αποχώρησή του από τα παλαιστινιακά εδάφη θα γίνει σταδιακά, σε διάστημα αρκετών χρόνων, υπό την επίβλεψη στο έδαφος ενός τρίτου μέρους. Η χώρα θα αποκτήσει τότε σαφή και διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα και θα μπορέσει να τερματίσει οριστικά τη διένεξή της με τους άραβες γείτονές της.
Ενώ η κατάσταση στη Μέση Ανατολή δείχνει σήμερα να μην έχει μέλλον, μια νέα προσπάθεια που θα εστιάζει στα ουσιαστικά σημεία, και όχι στα ασήμαντα, χρειάζεται τη στήριξή μας. Διαφορετικά θα χαθεί η δυνατότητα για μία λύση που θα περιλαμβάνει δύο κράτη και θα συνεχιστεί επ΄ άπειρον αυτή η τρομακτική και επικίνδυνη σύγκρουση.
Ο κ. Joschka Fischer ήταν αντιπρόεδρος της γερμανικής κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών από το 1998 ως το 2005.