Χειμώνιασε και οι λύκοι άρχισαν να κατεβαίνουν πεινασμένοι στα πεδινά. Στα ορεινά η τροφή λιγόστεψε, καθώς τα κοπάδια αιγοπροβάτων έχουν φύγει ή όσα παραμένουν είναι πλέον σταβλισμένα. Ετσι, το τελευταίο διάστημα λύκοι πλησιάζουν σε οικισμούς για να εξασφαλίσουν… τα προς το ζην. Ειδικά αυτές τις γιορτινές ημέρες, κατά τις οποίες παραδοσιακά σφάζονται τα χοιρινά για το γιορτινό τραπέζι, τα υπολείμματα (εντόσθια, δέρματα κ.ά.) παράνομα απορρίπτονται σε ρεματιές γύρω από τα χωριά και προσελκύουν τους πεινασμένους λύκους.

«Τον χειμώνα οι λύκοι βρίσκουν πιο εύκολα τροφή στα χωριά.

Επιπλέον, αυτή την εποχή οι νεαροί λύκοι που είχαν γεννηθεί πέρυσι εγκαταλείπουν τις αγέλες τους. Και επειδή είναι ακόμη άπειροι, είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να αναζητήσουν τροφή γύρω από τους οικισμούς» λέει ο βιολόγος κ. Γ. Ηλιόπουλος από την περιβαλλοντική οργάνωση «Καλλιστώ». Οπως τονίζει, οι βασικοί λόγοι που οι λύκοι προσεγγίζουν κατοικημένες περιοχές είναι η μείωση της διαθεσιμότητας τροφής στα ορεινά και η προσαρμογή τους σε ένα ανθρωπογενές περιβάλλον.

Το είδος σήμερα επιβιώνει χάρη στην κτηνοτροφία ελεύθερης βοσκής, στους σκουπιδοτόπους και στα νεκρά ζώα. Γι’ αυτό, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, είναι σημαντικό να στηριχθεί μια πολιτική αποκατάστασης στην ελληνική ύπαιθρο των πληθυσμών άγριων οπληφόρων, όπως είναι ο αγριόχοιρος, το ζαρκάδι και το αγριόγιδο, ζώα τα οποία αποτελούν θηράματα του λύκου. Οσο σπανίζουν τα άγρια θηράματα και συρρικνώνονται οι μεγάλες παρθένες εκτάσεις χωρίς ανθρώπινες δραστηριότητες οι ζημιές από τους λύκους θα είναι αναπόφευκτες. Οι επιθέσεις λύκων κυρίως σε αιγοπρόβατα είναι από τις συχνότερες που παρατηρούνται στην Ευρώπη, σε σχέση με την έκταση της χώρας και τον αριθμό των λύκων. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας επιβιώνουν περίπου 120 αγέλες λύκων, δηλαδή περίπου 600 ζώα, τα οποία κατανέμονται από τη Θράκη ως τη Στερεά Ελλάδα.

«Οι ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα»

αναφέρει ο κ. Ηλιόπουλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι το καλοκαίρι ένας κτηνοτρόφος στην περιοχή του Δομοκού έχασε από επιθέσεις λύκων 40 αιγοπρόβατα. «Οι κτηνοτρόφοι χρειάζονται υποστήριξη. Υπάρχει πρόβλημα με το σύστημα των αποζημιώσεων, διότι τα ζώα σκοτώνονται σε δυσπρόσιτα σημεία και συχνά είναι αδύνατον ο κτηνίατρος του ΕΛΓΑ να προσεγγίσει απότομες πλαγιές και χαράδρες για να πιστοποιήσει τις ζημιές και να δοθούν οι αποζημιώσεις» εξηγεί. Τονίζει μάλιστα ότι η προστασία του πληθυσμού των λύκων δεν αποτελεί ευθύνη μόνο των κτηνοτρόφων αλλά και της Πολιτείας ή όσων επιθυμούν τη διατήρηση της άγριας πανίδας. «Πρέπει να βελτιωθεί το σύστημα αποζημιώσεων και να ενισχυθούν οι κτηνοτρόφοι ώστε να εφαρμόσουν προληπτικά μέτρα με χρήση ποιμενικών σκύλων, τοποθέτηση ειδικών ηλεκτροφόρων φρακτών κ.ά.» λέει ο κ. Ηλιόπουλος.

Η θανάτωση των λύκων στην Ελλάδα _ αν και η θήρα τους απαγορεύεται από το 1992 και το είδος θεωρείται αυστηρά προστατευόμενο_ προκαλείται συνήθως από πυροβόλο όπλο, δηλητηριασμένα δολώματα ή παγάνες. Περίπου το 25% του συνολικού πληθυσμού στη χώρα μας χάνεται από ανθρωπογενή αίτια. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας η θνησιμότητά τους ανέρχεται ακόμη και στο 40% επί του συνόλου του τοπικού πληθυσμού του είδους.

Σημαντικές είναι επίσης οι επιπτώσεις στους πληθυσμούς του και από την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων, καθώς ο λύκος είναι ευάλωτος όταν ο βιότοπός του κόβεται στα δύο και οι τοπικοί πληθυσμοί απομονώνονται. Γι’ αυτό οι επιστήμονες της οργάνωσης «Καλλιστώ» έχουν τοποθετήσει ειδικό μηχανισμό, σαν κολάρο, σε δύο λύκους προκειμένου να μελετήσουν την καθημερινή συμπεριφορά τους στην ευρύτερη περιοχή του Δομοκού, απ’ όπου τα επόμενα χρόνια θα διέρχονται ένας νέος αυτοκινητόδρομος και μια νέα γραμμή τρένου υψηλής ταχύτητας. Με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν θα κατασκευαστούν υπέργεια περάσματα αλλά και διαβάσεις κάτω από τα δύο έργα.

Πάντως την τελευταία δεκαετία ο πληθυσμός του λύκου, χάρη και στη νομική προστασία του, τείνει να σταθεροποιηθεί, ενώ σε ορισμένες περιοχές (όπως στη Στερεά Ελλάδα) παρατηρείται αυξητική τάση. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες ορεινές περιοχές (π.χ. σε ορισμένα σημεία της Βόρειας Πίνδου) όπου ο αριθμός των λύκων έχει μειωθεί σημαντικά.

Ο λύκος (Canis lupus) στην Ελλάδα

– Επιβιώνει σε αγέλες σε Θράκη, Χαλκιδική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, Ηπειρο, Κεντρική και Νότια Πίνδο, Ρούμελη και ορεινή Ναυπακτία.

– Στη Βοιωτία την τελευταία πενταετία παρατηρήθηκε επανάκαμψη του πληθυσμού του.

– Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εξαφανίστηκε από την Πελοπόννησο.

– Θανατώνεται κυρίως με πυροβόλα όπλα (66,3% των σκοτωμένων λύκων), δηλητηριασμένα δολώματα, παγάνες και τροχαία.

– Εξαιρέθηκε από τη λίστα των επιβλαβών ειδών το 1991.

Η «ταυτότητα»

του λύκου

Βάρος:

Από 25 ως 45 κιλά.

Μήκος:

1 με 1,5 μέτρο.

Χρώμα:

Καφέ σώμα και χαρακτηριστική γκρίζα ράχη.

Δόντια:

Ως και 7 εκατοστά.

Οσφρηση:

Μυρίζει θήραμα στα 3 χιλιόμετρα.

Ακοή:

Ακούν ο ένας τον άλλον ακόμη και όταν ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται απόλυτη σιωπή.

Τρέχει:

Με 40 χιλιόμετρα την ώρα.

Ζει:

Περίπου 10 χρόνια.

Διανύει:

40 με 50 χιλιόμετρα την ημέρα.

Επιβιώνει:

Σε ομάδες.

Είδος:

Μονογαμικό.