Δεν είναι μυστικό ότι, εδώ και πολύ καιρό, διεξάγεται ένας κατ’ ουσία εφ’ όλης της ύλης ιδιότυπος ελληνοτουρκικός διάλογος. Μυστικό, και μάλιστα πολύ καλά κρυμμένο, είναι το ακριβές περιεχόμενό του.

Το πρόβλημα όμως, δεν είναι μόνον ότι δεν γνωρίζει η κοινή γνώμη. Υπάρχει και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, που μέχρι σήμερα δεν έχει επισημανθεί και το οποίο, όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, είναι απολύτως πραγματικό. Ότι από τον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι εντελώς αποκομμένη η στρατιωτική ηγεσία της χώρας, η οποία δεν έχει όχι λόγο, αλλά ούτε καν στοιχειώδη ενημέρωση για τα όσα τόσο αναλυτικά συζητούνται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και η αποκοπή αυτή, έχει προκαλέσει μια σαφή, πλην ακόμα υπόγεια, ενόχληση και ανησυχία.

Αν αυτός ο διάλογος καταλήξει κάποια στιγμή κάπου, αυτό το «κάπου», ανεξάρτητα από το πώς θα το κρίνει κανένας, το βέβαιο είναι ότι θα επηρεάζει άμεσα τις τεχνικές παραμέτρους πρακτικής άσκησης και διατήρησης της εθνικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και είναι αδιανόητο να μην λαμβάνεται υπόψη στις συζητήσεις η στρατιωτική τεχνογνωσία. Χωρίς αυτήν, είναι άδηλη η πραγματική σημασία των μεταβολών που μπορεί να φέρει για τη χώρα η ενδεχόμενη κατάληξη του διαλόγου.

Πολλά από αυτά που συζητούνται ή σχεδιάζονται, μπορεί να μην αντέχουν στη βάσανο της πραγματικότητας από επιτελικής πλευράς: διαμόρφωση σχεδίων, λειτουργικότητα πεδίων βολής, δυνατότητες ανάπτυξης ναυτικών σχηματισμών και υπεράσπισης νησιωτικών τμημάτων της χώρας και πολλά άλλα. Η διπλωματική γνώση δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει, να χειριστεί τέτοια θέματα, τα οποία, όμως, είναι, στην ουσία, η καρδιά του προβλήματος. Έτσι, ο διάλογος είναι εξ αρχής επικίνδυνα ανάπηρος.

Ασφαλώς, είναι αδύνατο να κρίνει κανείς αυτόν τον διάλογο, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν τα στοιχεία για κάτι τέτοιο. Πέρα όμως από την κρισιμότατη στρατιωτική / τεχνική διάσταση, η μυστικότητά του γεννά και άλλες ανησυχίες. Από την άλλη πλευρά, ο αντίλογος είναι ισχυρός: πόσο εφικτή είναι μια «ανοιχτή» διπλωματία; Τα θέματα που βρίσκονται στο ελληνοτουρκικό τραπέζι των συζητήσεων είναι τόσο λεπτά και η πολιτική / εθνική τους σημασία περνάει τόσο πολύ μέσα από την τεχνική τους διάσταση, που, έτσι κι αλλιώς, πέρα από οτιδήποτε άλλο, θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνουν κατανοητά σε ευρύτερο επίπεδο.

Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα με τον ελληνοτουρκικό διάλογο:σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την τουρκική πλευρά, για την Ελλάδα, λείπει το raisond’ etre του, υπάρχει ένα μεγάλο κενό στο λόγο υπάρξεώς του. Στο γιατί πραγματικά γίνεται. Η Τουρκία θέλει κάτι πολύ συγκεκριμένο, που δεν το έκρυψε ποτέ: θέλει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης και όλου συνολικά του καθεστώτος που διέπει το Αιγαίο. Καλώς ή κακώς, αυτό θέλει κι αυτό επιχειρεί με κάθε τρόπο να πετύχει. Ένας από αυτούς τους τρόπους, και μάλιστα ο πιο δόκιμος, είναι και αυτός ο διάλογος.

Όμως η Ελλάδα, τι θέλει; Τι επιχειρεί να πετύχει μέσα από μια τόσο μακρά και αναλυτική απόρρητη διπλωματική συζήτηση; Διεκδικεί κάτι; Η απάντηση είναι εύκολη: ασφαλώς όχι. Επιχειρεί να προστατεύσει κάτι; Κι αν ναι, ποιο είναι αυτό; Και πώς το κάνει;

Η απουσία δημόσια δεδηλωμένης πολιτικής στόχευσης πίσω από ένα τέτοιο διάλογο, συνιστά πρόβλημα. Η διπλωματία ορθώς είναι, πρέπει να είναι, μυστική. Η πολιτική όμως όχι. Κι εδώ γεννάται ένα ακόμα μέγα ζήτημα. Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η πολιτική εντολή που έχει λάβει η διπλωματία σε αυτό το διάλογο. Της ζητείται να πετύχει τι;

Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: το γεγονός ότι η διεξαγωγή του διαλόγου κρατείται τόσο αποτελεσματικά στο ημίφως, δεν σημαίνει ότι ο διάλογος αυτός δεν υπάρχει – το αντίθετο μάλιστα. Η κοινή γνώμη μπορεί να μη γνωρίζει, αλλά, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Τουρκία δεν επενδύει τόσο χρόνο σε αυτή την υπόθεση για το τίποτα. Μάλιστα, υπάρχουν ενδείξεις ότι σχετικά σύντομα ο διάλογος θα οδηγήσει σε κάποια αποτελέσματα. Κι αν μάλιστα αυτά παραχθούν χωρίς να έχει συνυπολογιστεί η στρατιωτική τους διάσταση, στην ουσία, στο Αιγαίο θα έχει εκκολαφθεί το «αυγό του φιδιού»…

gmalouchos@tovima.gr