ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΚΑ η αθλητική ταυτότητα του ελληνικού 2010 παρουσιάζει ενδιαφέροντα (χρήσιμα για τα περαιτέρω) στοιχεία μέσα από τις εκτιμήσεις των αθλητικογράφων (ΠΣΑΤ) σε έναν θεσμό που έχει ως αφετηρία το 1954. Μισός αιώνας δεν είναι λίγο και παρακολουθώντας την πορεία του ελληνικού αθλητισμού πολλά θα πρέπει να έχουμε διδαχθεί. Αλλωστε είναι γνωστό ότι ένας στοχαστής μας μάς υπενθυμίζει ότι «τη ζωή τη βιώνουμε ατενίζοντας προς τα εμπρός αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας προς τα πίσω». Κατά συνέπεια, ως ενατένιση του αύριο πρέπει να λογαριάσουμε την έντονη σφραγίδα τη χρονιά που πέρασε από τα αθλήματα του νερού, εννέα τον αριθμό. Δηλαδή, τα αθλήματα αυτά σε ειδικούς χώρους αλλά και στη θάλασσα είναι δείκτης ανάπτυξης για το αύριο και ας θέσουμε ως κοντινό ορόσημο το ολυμπιακό 2012. Οπως επίσης και άλλα, π.χ. η εξαίρετη γυμναστική, το τάε κβον ντο και η πάλη. Αποκαλούνται μικρά- κάκιστα- με κριτήρια την ποσότητα των χειροκροτητών και όχι την ποιότητα της προσφοράς.
***
Η ΦΩΤΙΣΜΕΝΗ προθήκη επιτυχιών- και δη σε διεθνές επίπεδοείναι βέβαια ελκυστική και μας χαρίζει ευφορία φιλαθλητική, πλην όμως συχνά ξεχνάμε τι υπάρχει αξιοποιήσιμο πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας. Στον συγκεκριμένο χώρο των αθλημάτων του νερού (ας τα υπενθυμίσουμε χωρίς αξιόλογη παράθεση: κωπηλασία, ιστιοπλοΐα, κολύμβηση, υδατοσφαίριση, καταδύσεις, συγχρονισμένη κολύμβηση, τεχνική κολύμβηση, κανόε-καγιάκ, θαλάσσιο σκι) υπάρχει η προθήκη ότι σε έξι τομείς (αθλητών, αθλητριών, ομάδων, προπονητών και δύο για άτομα με σωματική μειονεξία) οι πέντε είχαν ως κορυφή (πρώτο- πρώτη) εκπροσώπους αυτών των αθλημάτων.
***
ΠΡΕΠΕΙ όμως σημειολογικά ως πυξίδα πορείας να σταθούμε μόνο σ΄ αυτό το πράγματι εντυπωσιακό επίτευγμα; Οχι βέβαια. Ενδιαφέρει εξίσου και το βάθος, γιατί αλλιώς θα μιλούσαμε για συγκυριακά «σωσίβια». Διατρέχοντας τους πίνακες ψηφοφορίας των αθλητικογράφων βλέπουμεκαι αυτό έχει τη σημασία του- διευρυμένη συμμετοχή και παρουσία των εκπροσώπων των αθλημάτων στα οποία αναφέρεται σήμερα η στήλη. Επί 75 αθλητών ποσοστό 21% ανήκει σε αυτά του «νερού». Και επί 65 αθλητριών το ποσοστό ανεβαίνει στο 31%. Αρα υπάρχει ισχυρό έρεισμα και πίσω από τη «βιτρίνα» του ενθουσιασμού, που δεν διολισθαίνει ακόμη σε επίπεδο υστερίας όπως έχει παρατηρηθεί στα κατ΄ εξοχήν μεγάλης δημοτικότητας αθλήματα. Ακόμη υψηλότερο είναι το ποσοστό στον τομέα των ομάδων. Επί 75 παρουσιών το 33% αφορά ομάδες, αρκετές από τις οποίες απαρτίζονται από αθλητές και αθλήτριες της νέας γενιάς. Ικανοποιητικό είναι και το ποσοστό της νέας γενιάς στους πίνακες αθλητών και αθλητριών (ατομικά).
***
ΗΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ στον συγκεκριμένο τομέα αθλημάτων όπου το υγρό στοιχείο είναι ο χώρος δράσης ουδόλως σχετίζεται με παρότρυνση ολιγοπωλιακής μέριμνας από την πολιτεία. Υποδηλώνει όμως ότι, πέρα από τα μεγάλης λαϊκής απήχησης αθλήματα και αγωνίσματα, υπάρχουν και πολλά άλλα που και ποιότητα παράγουν αλλά και έχουν πολύ λιγότερο μολυνθεί από την ασυδοσία της επαγγελματοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι τα αθλήματα που δεν συνεγείρουν τα πλήθη έχουν τη δική τους «προσωπικότητα». Επομένως αξίζουν επαρκούς μεταχείρισης ως προς τη δημοσιότητα αντί της απαξίωσης και της άγνοιας αλλά και κατάλληλες ενισχυτικές στηρίξεις από την πολιτεία. Την σήμερον ημέραν, όπου και στον αθλητισμό οι μεγάλες επιτυχίες έχουν άμεση- ανάλογα με το άθλημα και την ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας- οικονομική βασικά ανταμοιβή, οι ερασιτεχνικές, εξ ανάγκης και ημιερασιτεχνικές επιδόσεις δεν πρέπει να στερούνται του οξυγόνου της ανάπτυξης και της δημιουργίας. Αν τα πάντα ισοπεδωθούν από το «πάντων των αθλητικών επιδόσεων μέτρο το χρήμα», τότε ας χαιρετίσουμε τον πλάτανο και ας βάλουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας το αθλητικό πνεύμα και το διάτρητο άλλοθι του ολυμπιακού ιδεώδους. Τουλάχιστον να μη χρησιμοποιούνται ως ψευδεπίγραφα εκκολαπτήρια ευγενούς άμιλλας και υψηλόφρονων ιδεών. Αυτό επιτάσσει ο στοιχειώδης πραγματισμός.