Τίποτε δεν συγκρίνεται με τη φυσική σου παρουσία κάπου. Αν όμως αυτό είναι αδύνατον, συμβιβάζεσαι με μια ζωντανή σύνδεση μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Στην οθόνη μου έχω την Αούνγκ Σαν Σούου Κίι να μου μιλάει από τη Ραγκούν της Μιανμάρ. Είναι ευδιάθετη- κάτι απολύτως λογικό μετά την απελευθέρωσή της ύστερα από επτά χρόνια σε κατ΄ οίκον περιορισμό. «Είμαι χαρούμενη που μπορώ να επικοινωνώ μαζί σας» μου λέει, τονίζοντας πως αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή αποτελεί για την ίδια «ένα μεγάλο βήμα προόδου».
Το δορυφορικό κύκλωμα δυστυχώς πέφτει, αλλά συνδεόμαστε λίγο αργότερα, αυτή τη φορά στο αμφιθέατρο διαλέξεων της London School οf Εconomics. Η τηλεφωνική σύνδεση είναι απαίσια και η Αούνγκ μόλις που μπορεί να ακούσει τι ακριβώς τη ρωτάμε. Ενας φοιτητής τη ρωτάει μια περίπλοκη ερώτηση και η Αούνγκ Σαν παρακαλεί για τη «λέξη-κλειδί της ερώτησης». Το αμφιθέατρο φωνάζει «πολυεθνικές εταιρείες!» και «επενδύσεις στη Μιανμάρ!» και ακολουθεί γέλιο και από τις δύο πλευρές. «Εχω εξασκηθεί χρόνια να μιλάω και να μην παίρνω απάντηση» απαντά η ίδια με χιούμορ, αναφερόμενη φυσικά στις πρακτικές των στρατιωτικών που κυβερνούν τη χώρα της.
Δεν νομίζω ότι κανείς από τους φοιτητές αυτούς θα ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που κατάφερε να υποβάλει απευθείας μια ερώτηση στη γυναίκα της οποίας η προσωπικότητα λειτουργεί σαν φάρος. Το μήνυμά της είναι ξεκάθαρο: επιθυμεί να εργαστεί μαζί και όχι εναντίον των στρατιωτικών αρχών. Υποστηρίζει την ιδέα μιας διεθνούς επιτροπής που θα ερευνήσει τις συνθήκες ζωής στη χώρα, παρ΄ όλο που επισημαίνει πως κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να εκληφθεί επ΄ ουδενί ως μια προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να «περάσει τους στρατηγούς από δίκη».
Επειτα από τόσα χρόνια σε κατ΄ οίκον περιορισμό, με μόνη πληροφόρηση τις ραδιοφωνικές ειδήσεις των διεθνών μέσων, έφτασε επιτέλους η ώρα της ανασυγκρότησης. Είναι όμως σε θέση να αναβιώσει το κόμμα της, τον Εθνικό Σύνδεσμο για τη Δημοκρατία; Μπορεί άραγε να ενώσει ξανά τις δυνάμεις της με όσα μέλη του κόμματος αποχώρησαν ή έφτιαξαν έναν άλλον πολιτικό συνδυασμό, με την ελπίδα πως θα κερδίσουν έδρες στις πρόσφατες εκλογές; Και τι θα κάνει σχετικά με τους βουδιστές μοναχούς που επέδειξαν τέτοια παροιμιώδη ψυχραιμία στις μεγάλες διαδηλώσεις του 2007; Κυρίως δε, είναι σε θέση να δημιουργήσει δεσμούς και συμμαχίες με τους εκπροσώπους των υπόλοιπων εθνικών μειοψηφιών, που αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Μιανμάρ; Είναι αυτό ακριβώς που έκανε και ο πατέρας της, στρατηγός Αούνγκ Σαν, στο συνέδριο του Πανγκλόνγκ το 1947, μια πρωτοβουλία που οδήγησε στην ανεξαρτησία της τότε Βιρμανίας. Τώρα μας λέει ότι ευελπιστεί να επαναλάβει το κατόρθωμα του πατέρα της.
Οι άνθρωποι που την επηρέασαν είναι, όπως μας λέει, αρχικά «οι γονείς μου». Κατόπιν αναφέρει τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και αμέσως μετά παραδέχεται ότι τα πράγματα στη χώρα της είναι πολύ πιο μπερδεμένα σε σχέση με τη Νότια Αφρική. Ο ίδιος ο Τούτου θυμάται πολύ έντονα τη συνομιλία του μαζί της: «Θυμάμαι που διαρκώς έμοιαζε σαν να είναι έτοιμη να βάλει τα γέλια» τονίζει αρχικά ο Αρχιεπίσκοπος, προσθέτοντας πως «αναλογιζόμενος την κατάσταση στη Νότια Αφρικήθυμάμαι πως πολλές φορές λέγαμε ότι δεν θα δούμε ποτέ ειρήνη στη χώρα μας γιατί όλοι αυτοί που μας καταπίεζαν τόσα χρόνια έμοιαζαν ανίκητοι. Οπως όμως συνηθίζω να λέω συχνά,επειδή υπάρχει και ένα ηθικό σύμπαν, η αδικία και η καταπίεση καταλήγουν πάντα να χάνουν στο τέλος».
Δυστυχώς, όπως δείχνει μια ψύχραιμη ανάλυση, δεν υπάρχει στην περίπτωση της Μιανμάρ η ίδια «συναστρία» δυνάμεων που ευνόησαν τη Νότια Αφρική. Εκτός από όλους τους υπόλοιπους εθνικούς λόγους, υπάρχει και ένας ακόμη παράγοντας που είναι ο σημαντικότερος: όπως και στην περίπτωση της Ινδίας, έτσι και η στρατιωτική κυβέρνηση της Μιανμάρ ενδιαφέρεται περισσότερο για την προώθηση των εμπορικών και στρατηγικών συμφερόντων της από την ευημερία του ίδιου του βασανισμένου λαού της.
Καλώς ήλθατε στο μέρος του κόσμου όπου η τεχνολογική πρόοδος (το Διαδίκτυο, οι δορυφορικές συνδέσεις και τα κινητά τηλεφωνά) μας επιτρέπει να δούμε μέσα στο κελί του φυλακισμένου. Αλλά μας απαγορεύει να το ξεκλειδώσουμε και να τον απελευθερώσουμε.
Αυτό ακριβώς αποκαλείται ρεαλισμός: στη Μιανμάρ, όπως και οπουδήποτε αλλού, η πρόοδος της τεχνολογίας δεν είναι ικανή από μόνη της να λειτουργήσει απελευθερωτικά. Μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος με τη δύναμή του μπορεί να το καταφέρει αυτό.
Ο Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι βρετανός ιστορικός και συγγραφέας,καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης