Oλοι εκείνοι που στην Ιταλία όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη ήλπιζαν ότι ο Τζιανφράνκο Φίνι θα κατόρθωνε να βάλει τέλος στην εποχή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι απογοητεύθηκαν οικτρά από την ιταλική Βουλή, η οποία καταψήφισε με οριακή διαφορά την πρόταση μομφής κατά του πρωθυπουργού.

Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος φαίνεται πως έχει και άλλους άσους στο μανίκι, ή ίσως και άλλα φακελάκια στις τσέπες, όπως λένε οι κακές γλώσσες, κέρδισε το δικαίωμα να συνεχίσει να κυβερνά χάρη στην ψήφο τριών βουλευτών του αντάρτη Φίνι.

Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει τις προσπάθειες για να διευρύνει αυτή την πολύ ισχνή πλειοψηφία όχι μέσω μιας επίσημης πολιτικής συμμαχίας με ένα από τα κόμματα του κέντρου, αλλά εξακολουθώντας να παρασύρει τον έναν μετά τον άλλον βουλευτή στη διαφθορά.

Η άλλη λύση την οποία προκρίνει ο κύριος σύμμαχος του Καβαλιέρε, η Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι, που γίνεται όλο και πιο ισχυρή καθώς αποδυναμώνεται ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι, θα ήταν η διάλυση των δύο σωμάτων του Κοινοβουλίου και η προσφυγή στις κάλπες σε δυο-τρεις μήνες από σήμερα, αν βέβαια αποδεχθεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτόν τον μηχανισμό, ο οποίος θα μπορούσε να ενισχύσει και άλλο το βάρος του λαϊκισμού της Λέγκας του Βορρά στην πολιτική ζωή της Ιταλίας.

Παρά την πρόσφατη νίκη, εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε ότι ο μπερλουσκονισμός έχει φτάσει στο τέλος του κύκλου του, αφότου κυριάρχησε σε μη τακτά, αλλά συνεχιζόμενα διαστήματα στην ιταλική πολιτική ζωή επί σχεδόν 20 χρόνια.

Πριν από μόλις δύο χρόνια ο Μπερλουσκόνι κέρδισε μια εκλογική νίκη που του έδωσε την πιο μεγάλη πλειοψηφία που είχε κυβέρνηση από ιδρύσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας: κοντά στις 100 έδρες! Το γεγονός ότι αυτή η πλειοψηφία μειώθηκε κατά τρεις έδρες συμπίπτει με την πτώση του Μπερλουσκόνι στις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης: η θέση του δεν έχει σταματήσει να αποδυναμώνεται. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε να επέλθει η οικονομική κρίση και μαζί της οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η μεσαία τάξη και οι άνεργοι.

Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν δύο εικόνες του μπερλουσκονισμού που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε αλληλοακυρώνονται. Η πρώτη συνίσταται στην παρατήρηση ότι με όρους πολιτικής και με τη συγκέντρωση γύρω του όλων των δυνάμεων της Δεξιάς, ο Μπερλουσκόνι απέτρεψε τις πιο ακραίες φράξιες να βαρύνουν πολύ στην ιταλική κοινωνία.

Υπό τη στέγη του Μπερλουσκόνι ο Τζιανφράνκο Φίνι μπόρεσε να μεταλλαχθεί ριζοσπαστικά, όπως και το κόμμα του, που από νεοφασιστικό έγινε κεντροδεξιό.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Μπερλουσκόνι είναι για την Ακρα Δεξιά ό,τι ήταν ο Μιτεράν για τον Κομμουνισμό. Με μια σημαντική διαφορά: ο Φρανσουά Μιτεράν μείωσε την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γαλλία, ενώ ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι παραχώρησε προοδευτικώς επιρροή και εξουσίες στη Λέγκα του Βορρά.

Η άλλη εικόνα είναι σαφώς η πιο διαδεδομένη: είναι εκείνη ενός μεγιστάνα, επικεφαλής μιας κυβέρνησης, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για τις δικές του δουλειές και τις δικές του επιχειρηματικές σχέσεις με τον Πούτιν παρά για την τύχη της Ιταλίας. Προστίθενται φυσικά οι αμέτρητες απερισκεψίες, αντάξιες ενός σαρδανάπαλου, που έκαναν τη σύζυγό του να τον αποκαλέσει «άρρωστο άνθρωπο». Αλλού θα λέγαμε ότι είναι «εθισμένος στο σεξ». Μπίζνες συν τρέλες ίσον πολλές δικαστικές διώξεις. Και εδώ είναι που φτάνουμε στην πιο σκοτεινή πλευρά του Μπερλουσκόνι, ο οποίος επιχειρεί να κανονίσει τα προβλήματα που έχει με τη Δικαιοσύνη όχι σεβόμενος τους νόμους ούτε βάζοντας τέλος στις αμέτρητες συγκρούσεις συμφερόντων για να συμμορφωθεί με τους νόμους, αλλά απλώς με την ψήφιση νόμων που προορίζονται αποκλειστικώς για να τον προστατεύσουν. Το θαύμα σε όλα αυτά είναι ότι η Ιταλία συνέχισε να κυβερνάται χωρίς δράματα, υπό την εξουσία ενός ικανού υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, του Τζούλιο Τρεμόντι, ακόμη κι αν οι εργοδότες έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους, ακόμη κι αν η νεολαία μπαίνει στον πειρασμό για ένα κίνημα εξέγερσης κατ΄ εικόνα αυτού που είδαμε στο Λονδίνο.

Η Ιταλία έχει γίνει, όπως όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ένας τόπος μετανάστευσης. Την ίδια ώρα όλο και περισσότεροι νεαροί φοιτητές, νεαροί ερευνητές και νεαροί διανοούμενοι εγκαταλείπουν τη χώρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία. Είναι μια πραγματική φυγή εγκεφάλων.

Είναι λοιπόν καιρός να εμπιστευθεί η Ιταλία την τύχη της σε χέρια πιο σοβαρά, πιο στιβαρά, πιο εμπνευσμένα από την έγνοια για το κοινό καλό. Αλλά πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι άντλησε τη δύναμή του από τη μεγάλη αδυναμία της Αριστεράς που βρίσκεται σε σύγχυση τόσο για την ηγεσία όσο και για τις ιδέες της. Μπορούμε τουλάχιστον να ελπίσουμε ότι η Αριστερά θα επωφεληθεί από το τέλος του μπερλουσκονικού κύκλου για να συνέλθει και να προσφέρει επιτέλους μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στους Ιταλούς.

Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό,ανά Κυριακή,άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα»