Την ώρα που τα μεγάλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των ΗΠΑ επέστρεφαν στα επίπεδα της προ της κατάρρευσης της Lehman Βrothers εποχής, οι προσδοκίες στο χρηματιστήριο της Αθήνας παραμένουν ισχνές, παρά το γεγονός ότι η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών μετοχών ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της χώρας μας κινείται πλέον σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το 1999 η κεφαλαιοποίηση του ΧΑ ξεπερνούσε κατά 1,5 φορά το ΑΕΠ της χώρας, καθώς περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο μικροεπενδυτές «αγόραζαν ό,τι κινούνταν», σήμερα μόλις και μετά βίας ξεπερνά το 25%. Αν και το εύρος της εφετινής πτώσης των ελληνικών μετοχών (-34%), βελτιώνει για ορισμένους αναλυτές τις προσδοκίες ότι το ΧΑ μπορεί να προσφέρει σημαντικές υπεραξίες τα επόμενα έτη σε επενδυτές με αντοχή στη μεταβλητότητα, η μέση εκτίμηση των αναλυτών συντείνει στην άποψη ότι το ελληνικό χρηματιστήριο αλλά και οι τραπεζικές μετοχές που αποτελούν και την «ατμομηχανή» του θα εξακολουθήσουν μεσοπρόθεσμα να κινούνται στον ρυθμό της αγοράς του ελληνικού κρατικού χρέους.

Το ΧΑ θα ξεφύγει μάλιστα από τη δίνη της οικονομικής κρίσης στην οποία παραμένει εγκλωβισμένο μόνο όταν οι αγορές πειστούν πως οι ακολουθούμενες πολιτικές συνεισφέρουν στον περιορισμό του ελλείμματος και οδηγούν όχι μόνο στη μείωση αλλά και στον ουσιαστικό έλεγχο της δυναμικής του χρέους, καθώς, όπως εκτιμά και η Βank of Αmerica Μerrill Lynch, ούτε η επέκταση της περιόδου αποπληρωμής του δανείου προς την ΕΕ και το ΔΝΤ αποτελεί πανάκεια.

Ορισμένοι αναλυτές σημειώνουν πάντως ότι οι αγορές υποεκτιμούν την ελληνική προσπάθεια, η οποία είναι πιθανόν να οδηγήσει τελικά σε ένα ουσιαστικό «γύρισμα» της ελληνικής οικονομίας, το οποίο θα αποτυπωθεί μελλοντικά και στα κέρδη των εταιρειών και στις τιμές των μετοχών.

Οι αγορές δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί, διαπιστώνει η Goldman Sachs, ότι η χώρα αλλάζει ταχύτατα και είναι πιθανόν οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται να οδηγήσουν τελικά σε σημαντική μετατόπιση της συνολικής δομής της οικονομίας, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας στα χρόνια που έρχονται. Το μέγεθος και η έκταση των μεταρρυθμίσεων σε μια τόσο σύντομη περίοδο είναι αξιοσημείωτα, υποστηρίζει η αμερικανική τράπεζα, προσθέτοντας μάλιστα ότι παρά τις κάποιες αντιδράσεις η κυβέρνηση εξακολουθεί να απολαμβάνει μια άνετη πλειοψηφία.

Συνεχίζει μάλιστα να προτείνει αγορές 30ετών ελληνικών ομολόγων, ενώ προτρέπει τις αγορές να εστιάσουν περισσότερο στη σημαντική πρόοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες οικονομίες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ, όπως και στους ευρύτερους θεσμούς της ΟΝΕ.

Και ενώ η Fitch, η μόνη από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που δεν έχει ακόμη υποβαθμίσει τα ελληνικά ομόλογα στην κατηγορία junk («σκουπίδια»), έθεσε την αξιολόγηση της Ελλάδας σε «rating watch negative», κάτι που σημαίνει αυξημένη πιθανότητα (τον Ιανουάριο) υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, η Credit Αgricole θεωρεί ότι η χώρα μας θα πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια.

Η γαλλική τράπεζα χαρακτηρίζει «κρίσιμους» τους επόμενους μήνες, καθώς η Ελλάδα «πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν εδώ και δεκαετίες, ώστε να διασφαλίσει την εκταμίευση της τέταρτης δόσης» του δανείου. Η Schroders, πάλι, υπολόγισε ότι θα απαιτηθεί η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 6%-8% του ΑΕΠ ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ελέγξει το δημόσιο χρέος της, με αποτέλεσμα οι επιλογές μας να περιορίζονται ή στη λύση της «χαμένης δεκαετίας» ή στην αναδιάρθρωση/ πτώχευση ή στην έξοδο από το ευρώ παράλληλα με μια μορφή χρεοκοπίας…

Ετσι τα δεδομένα συντείνουν στην άποψη ότι όσο παραμένουμε ευάλωτοι, αναπόφευκτα οι αγορές θα συνεχίσουν να δοκιμάζουν τόσο την αποφασιστικότητα της Ελλάδας όσο και την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών οργάνων. Αν μάλιστα, όπως λέγεται, το πολιτικό σύστημα μπορέσει να διατυπώσει έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη αντιμετώπισης του χρέους, οι σημερινές αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών και ομολόγων ίσως αποδειχθούν πραγματικά ελκυστικές.