Σε νέα ύψη διετίας εκτινάχθηκαν οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, καθώς τα στοιχεία που δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία – και δη η γνωστή για την ενεργειακή λαιμαργία της αμερικανική – ανακάμπτουν.

Η χθεσινή ανακοίνωση ότι το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,6% το τρίτο τρίμηνο του έτους (σε ετήσια βάση βεβαίως) και όχι 2,5% που είχε προβλέψει αρχικώς η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε μιαν ακόμη ώθηση στις τιμές του «μαύρου χρυσού». Αν τα σημερινά στοιχεία για την ιδιωτική κατανάλωση στις ΗΠΑ το Νοέμβριο – σημειωτέον ότι πρόκειται για ένα οικονομικό «μέγεθος» που συμβάλλει κατά 70% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας – δείξουν νέα αύξηση, όπως άλλωστε αναμένεται, η κούρσα του αργού θα συνεχιστεί.

Συγκεκριμένα, οι ειδικοί που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg προέβλεψαν για το Νοέμβριο αύξηση κατά 0,5% της ιδιωτικής κατανάλωσης στη χώρα με τη μεγαλύτερη καταναλωτική κουλτούρα στον κόσμο, έπειτα από μια αύξηση 0,4% που κατεγράφη τον Οκτώβριο. «Τα νέα για την αγορά πετρελαίου είναι πολύ ενθαρρυντικά. Μέχρι τώρα η αγορά στηριζόταν από τις ειδήσεις για διαρκή αύξηση των ενεργειακών αναγκών της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών της Ανατολής. Αν σ’ αυτά τα στοιχεία αρχίσουν να προστίθενται ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ ανακτούν τις ενεργειακές τους συνήθειες», τότε οι προοπτικές για τις τιμές του πετρελαίου εμφανίζονται λαμπρές τουλάχιστον για το επόμενο τρίμηνο, για όσο χρονικό διάστημα δηλαδή θα επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες στο Βόρειο Ημισφαίριο και ως εκ τούτου οι ενεργειακές ανάγκες θα είναι αυξημένες», δήλωσε στο Bloomberg ο Πράσαντ Πατκάρ που διαχειρίζεται περί τα 1,8 δισ. δολάρια για λογαριασμό της Platypus Asset Management στο Σίδνεϊ.

Στην αγορά της Νέας Υόρκης η τιμή του αργού έκλεισε χθες το βράδυ στα 90,67 δολάρια το βαρέλι, ενώ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είχε αγγίξει τα 90,79 δολάρια. Λίγο νωρίτερα, στην αγορά του Λονδίνου η τιμή του πετρελαίου Βόρειας Θάλασσας (τύπου Brent) είχε κλείσει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, στα 93,84 δολάρια το βαρέλι, ενώ ενδοσυνεδριακώς είχε φθάσει στα 93,91 δολάρια.

Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η τιμή της λονδρέζικης αγοράς ξεπερνά αυτή τη νεοϋορκέζικης υποδηλώνει νευρικότητα στην αγορά, κινήσεις δηλαδή των θεσμικών επενδυτών που δεν επηρεάζονται τόσο από τα «θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία», τα περίφημα fundamentals, όσο από τη διάθεση αποκόμισης γρήγορων και εύκολων κερδών. Δείχνουν δηλαδή κέφι για κερδοσκοπικά παιχνίδια και για την ανάληψη του κινδύνου να μείνουν κάποια στιγμή κάποιοι με το… μουντζούρη στο χέρι.