Οι αυξημένες δανειακές ανάγκες των υπερχρεωμένων κρατών της λεγόμενης «ευρωπαϊκής περιφέρειας» αυξάνουν τον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων κατά τρόπο που πυροδοτούν έναν κύκλο διαρκών αυξήσεων του κόστους δανεισμού όλων των κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Βερολίνου και του Παρισιού. Οι ανάγκες της περιφέρειας, δηλαδή, ανεβάζουν το κόστος δανεισμού της Γερμανίας και της Γαλλίας δηλαδή. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ανάλυση που δημοσιεύει σήμερα το πρακτορείο Bloomberg, έπειτα από έρευνα που διενήργησε για τις δανειακές ανάγκες των κρατών-μελών της ευρωζώνης, είτε αυτά δανείζονται απευθείας από τις αγορές είτε μέσω των μηχανισμών αρωγής που έχει δημιουργήσει η ΕΕ.
Το σκεπτικό της έρευνας έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν την ιρλανδική οικονομία με 43,1 δισ. δολάρια το 2011, όπως ανακοίνωσε προχθές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την επόμενη χρονιά οι ανάγκες αναχρηματοδότησης των χρεών τους θα αναγκάσουν τις κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να εκδώσουν ομόλογα συνολικής αξίας 90 και 19 δισ. ευρώ αντιστοίχως. Με αποδόσεις σαφώς υψηλότερες από τις αποδόσεις που θα προσφέρουν τα ομόλογα που θα εκδώσουν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας – διότι κι αυτές έχουν δανειακές υποχρεώσεις να καλύψουν. Και μάλιστα πολύ υψηλές: συνολικά φθάνουν τα… 486 δισ. ευρώ!
Βεβαίως τα μεγέθη των οικονομιών της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι ασύγκριτα μεγαλύτερα από το μέγεθος της πορτογαλικής οικονομίας, για παράδειγμα, οπότε και το δανειακό βάρος που σηκώνουν είναι πολύ ελαφρύτερο – εφ’ όσον επωφελούνται άλλωστε και από τα πολύ χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα απευθυνθούν στους ίδιους επενδυτές για να πουλήσουν τα «χαρτιά» που θα εκδώσουν την χρονιά που έρχεται. Και δεν είναι διόλου βέβαιο ότι η μεγαλύτερη «σιγουριά» που θα προσφέρουν ως συγκριτικό πλεονέκτημα θα αρκέσει για να προσελκύσει αγοραστές για τα ομόλογά τους.
Ισως αναγκαστούν, δηλαδή, οι χώρες του «ευρωπαϊκού άξονα», η Γερμανία και η Γαλλία δηλαδή, να ανεβάσουν τις αποδόσεις των χαρτιών τους. Υπάρχει, βεβαίως, και ο αντίστροφος φόβος. Οτι οι ανασφαλείς, ακόμη, θεσμικοί θα προτιμήσουν τις μικρότερες αλλά πολύ πιο σίγουρες αποδόσεις των γερμανικών και γαλλικών ομολόγων για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους και με τον τρόπο αυτό θα αναγκάσουν τους «περιφερειακούς» να ανεβάσουν ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις που θα προσφέρουν. Διότι μιλάμε για εκδόσεις ομολόγων πενταετούς, επταετούς και δεκαετούς διάρκειας που θα προσφέρουν στην αγορά οι κυβερνήσεις.
Ο Ορλάντο Γκριν, για παράδειγμα, υποδιευθυντής επενδύσεων της Credit Agricole Corporate & Investment Bank στο Λονδίνο θεωρεί ότι πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν τα ισπανικά «χαρτιά». «Ο συνωστισμός στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων θα δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα στην Ισπανία, η οποία θα πρέπει να προλάβει να «βγει» στην αγορά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο δυναμικά», σημειώνει στο εκτενές ρεπορτάζ του Bloomberg. Και συμπληρώνει: «Οι όροι δανεισμού θα γίνονται όλο και πιο σκληροί στην ευρωζώνη, έως ότου αποκατασταθεί μια σταθερότητα σε ό,τι αφορά τους όρους στήριξης των ελλειμματικών κρατών».
Με τη διευκρινιστική επισήμανσή του ο βρετανός αναλυτής άγγιξε την ουσία του ζητήματος. Με την οποία, άλλωστε, συμφωνεί και ο ολλανδός συνάδελφός του Κόμερ Βαν Τράι της Robeco στο Ρότερνταμ: «Εκείνο που περιμένουμε να δούμε είναι να αρχίσουν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να προηγούνται των εξελίξεων και όχι να αντιδρούν καθυστερημένα στα προβλήματα που ανακύπτουν στις αγορές… Το ζήτημα των υπερχρεωμένων κυβερνήσεων δεν πρόκειται να ξεπεραστεί σύντομα». Είναι προφανές ότι παλινωδίες όπως αυτές που σημάδεψαν την τελευταία σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή, δεν ευνοούν στην οικοδόμηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης στην αγορά. Με δειλή κι αδύναμη πολιτική διακυβέρνηση οι «ενδοοικογενειακοί» ανταγωνισμοί στην ευρωζώνη θα συνεχίσουν να ταλανίζουν τις εθνικές οικονομίες και να απειλούν το ευρώ.