Σε ένα ταξίδι στη Μεσόγειο, βασισμένο σε κείμενο του Παναΐτ Ιστράτι, του «Γκόρκι των Βαλκανίων», όπως τον αποκάλεσε ο γάλλος νομπελίστας Ρομέν Ρολάν, παρέσυρε τους θεατές η δραματοποιημένη αφήγηση του Δήμου Αβδελιώδη στη μουσικοθεατρική παράσταση «Ταξιδεύοντας με τον Παναΐτ Ιστράτι», η οποία εγκαινίασε τον Κύκλο Ελληνικό Τραγούδι – Ο Αγνωστος Ελληνισμός, που επιμελείται ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Ηταν αφορμή για να θυμηθούμε το τέταρτο και τελευταίο ταξίδι του συγγραφέα στην Αθήνα στις αρχές του 1928, κατά το οποίο, ο Ιστράτι, ένας θαυμάσιος αφηγητής αναγνωρισμένος στη Γαλλία, μαχητικός κομμουνιστής, διανοούμενος και κοσμικός, είχε την υποδοχή μιας διασημότητας και φιλοξενήθηκε για μέρες στα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων. Στο ξενοδοχείο «Μινέρβα», γράφει ο Στέφανος Χαρμίδης στο «Ελεύθερον Βήμα» της 3ης Ιανουαρίου του 1928, «τον περίμεναν οι “προλετάριοι” με τα φλέγοντα και ανορθόγραφα μανιφέστα, οι δημοσιογράφοι με τις εκνευριστικές ερωτήσεις τους και οι θαυμάστριες με μπουκετάκια μενεξέδες».

Τα παιδικά του χρόνια θυμίζουν μυθιστόρημα του Ντίκενς. Γιος μιας ρουμάνας χωρικής κι ενός κεφαλλονίτη λαθρεμπόρου, γεννημένος στη Βραΐλα της Ρουμανίας, μεγάλωσε στην ανέχεια, παράτησε το σχολείο μικρός και ξεκίνησε από νωρίς τις περιπλανήσεις του στις πολιτείες της Ανατολής κάνοντας διάφορες δουλειές, ένας «αλήτης που πατρίδα του ήταν η γη και οικογένειά του η ανθρωπότητα». Στέλνει τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του σε εφημερίδες του Βουκουρεστίου, αλλά η αναγνώριση έρχεται όταν τον ανακαλύπτει ο Ρομέν Ρολάν, ετοιμοθάνατο μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, σε ένα νοσοκομείο στη Νίκαια της Γαλλίας. Εντυπωσιασμένος από τον περιπετειώδη βίο του, ο Ρολάν τον παρακινεί να γράφει. Εκδίδονται βιβλία του στα γαλλικά και έκτοτε ο Ιστράτι δεν έχει παρά να «βουτήξει το χέρι του στο σακούλι των αναμνήσεών του για να το ανασύρει γεμάτο με δαφνόφυλλα και χαρτονομίσματα» σχολιάζει ο Χαρμίδης για τον συγγραφέα της «Κυρα Κυραλίνας».

«Είδα τόσα πράγματα στη ζωή μου», εξομολογείται ο Ιστράτι στον Χαρμίδη, που τον συνοδεύει σε έναν περίπατο στο Τατόι, «τρώγλες, παλάτια, φυλακές, χαρτοπαίγνια όπου χορεύουν τα εκατομμύρια, τόπους όπου η αθλιότης είναι αφόρητη». Ενώ τους ξεναγούν στο ανάκτορο, ο Ιστράτι εκνευρισμένος παρακινεί τον δημοσιογράφο να φύγουν: «Πάμε, πάμε. Βαρέθηκα να βλέπω κοιτώνας βασιλέων και πριγκίπων. Ολα αυτά είναι νεκρά. Ας τα αφήσουμε για τους Αμερικάνους».

Εναν χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1927, στη Μόσχα, γινόταν η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος βρισκόταν εκεί προσκεκλημένος της Σοβιετικής Κυβέρνησης για να συμμετάσχει στον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Καζαντζάκης τον καλεί στην Αθήνα. Τον Ιανουάριο του 1928, ύστερα από πρόσκληση του Δημήτρη Γληνού του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ο Ιστράτι έρχεται στη Αθήνα και δίνει ενθουσιώδη ομιλία μαζί με τον Καζαντζάκη στο θέατρο «Αλάμπρα», με θέμα το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η ομιλία τους ξεσηκώνει τους ακροατές που διαδηλώνουν στους δρόμους. Επεμβαίνει η αστυνομία. Ο Ιστράτι και η παραμονή του στην Αθήνα καταλήγουν επερώτηση στη Βουλή. Τελικά, απελαύνεται «ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια», ενώ Καζαντζάκης και Γληνός παραπέμπονται σε δίκη ως υπεύθυνοι για τη διαδήλωση.

Στα ελληνικά κείμενά του πρωτομετέφρασαν ο Αιμίλιος Χουρμούζιος και η Γαλάτεια Καζαντζάκη στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η αποψινή παράσταση ήταν μια επαφή με το έργο του, μέσα από τη διαμεσολάβηση της εικόνας και της μουσικής. Ισως και ερέθισμα για να «επιστρέψουν» μαζί με τον συγγραφέα και τα κείμενά του. Κυκλοφορούν στα ελληνικά η διάσημη «Κυρά Κυραλίνα», ο «Σφουγγαράς και άλλα διηγήματα», το «Προς την άλλη φλόγα», η «Νεραντζούλα» και ο «Μπάρμπα Αγγελής».