Ο Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Olli Rehn ζήτησε προσφάτως, ο νέος γύρος των ασκήσεων προσομοίωσης των ακραίων καταστάσεων στον τραπεζικό τομέα (stress test) τον ερχόμενο Φεβρουάριο να είναι αυστηρότερος και να ελέγχει και την ρευστότητα. Σύμφωνα με πηγές στην ΕΕ, την ίδια γραμμή πλεύσης ακολουθεί και η ΕΚΤ, ενώ παρόμοια στάση φαίνεται να κρατά και ο πρόεδρος του Eurogroup, Jean-Claude Juncker, που δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τα προηγούμενα τεστ δεν κάλυπταν «όλες τις πτυχές».
Τα stress test, που διεξήχθησαν εξάλλου τον περασμένο Ιούλιο παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους το ενδεχόμενο μία τράπεζα να αναγκαστεί να κλείσει επειδή είτε δεν μπορεί η ίδια να χρηματοδοτηθεί, είτε επειδή οι πελάτες απέσυραν τις καταθέσεις τους. Και οι δύο αυτοί παράγοντες επιτάχυναν όμως την κατάρρευση μερικών από τις μεγαλύτερες ιρλανδικές τράπεζες. Καθώς μάλιστα και μόνο επτά από τις 91 τράπεζες απέτυχαν στο τεστ (εκ των οποίων καμία από την Ιρλανδία), τα αποτελέσματα δημιούργησαν στην αρχή χαμόγελα.
Με την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ευρωζώνη να έχει κλονιστεί, οι ηγέτες της Ευρώπης ψάχνουν τρόπους να τονώσουν την αισιοδοξία των αγορών. Ένας αξιόπιστος έλεγχος των τραπεζών στην καρδιά της κρίσης ίσως βοηθήσει. Αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορούν να συμφωνήσουν στον τρόπο που θα γίνει, και ειδικά αν στα κριτήρια των τεστ θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η ρευστότητα.
Όπως παρατηρούσε και το Reuters, δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο εάν η πίεση από τα εκτελεστικά όργανα της ΕΕ και της ΕΚΤ φτάνει για να καμφθούν οι επιφυλάξεις κρατών, όπως η Γερμανία, που ανησυχούν, όπως λέγεται, πως υπερβολικά αυστηρά τεστ ενδεχομένως να οδηγήσουν σε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Όσον αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η Τράπεζα της Ελλάδος και η τρόικα θα συνεχίσουν, όπως εκτιμάται ευρέως, να στηρίζουν ενεργά τις εμπορικές τράπεζες. Η στήριξη θα πάρει τη μορφή ρευστότητας και πιθανόν κεφαλαίων για ορισμένες τράπεζες που δεν έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά.
Οι μηχανισμοί και τα κεφάλαια για τη στήριξη υπάρχουν και είναι εξαιρετικά ισχυρά, παρατηρούν αναλυτές της αγοράς, οι οποίοι δεν αποκλείουν μακροπρόθεσμα και συγχωνεύσεις καθώς μεγαλύτερα σχήματα συνεπάγονται καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, οικονομίες κλίμακας, πιθανώς μειωμένο κόστος καταθέσεων και βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο. Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα θερμές ως προς αυτές τις κινήσεις, αλλά η οικονομική λογική εξακολουθεί να υπάρχει, παρατηρούν.
Βραχυπρόθεσμα, οι ελληνικές τράπεζες, δεν έχουν άλλη επιλογή απο τα να επικεντρωθούν στην προστασία των καταθέσεων και της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται περίπου στο 10% των συνολικών δανείων, και αναμένεται να φθάσουν το 15% περί τα μέσα του 2012.
Αν το ποσοστό αυτό αποτελέσει και το ταβάνι και δεν υπάρξει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, οι τράπεζες θα αντέξουν την κρίση και θα προσφέρουν και πάλι κέρδη στους μετόχους τους, καθώς σήμερα βάσει υπολογισμών της UBS είναι 45% «φθηνότερες» από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αν όμως τα πράγματα δεν εξελιχθούν κατά αυτόν τον τρόπο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τα άσχημα σενάρια για τον κλάδο.
mantik@tovima.gr