Είναι κατ΄ αρχάς παράδοξο το ότι οι βουλευτές του ΠαΣοΚ δεν ξεσηκώθηκαν για την περικοπή των συντάξεων, ούτε για το ψαλίδι στους μισθούς στο Δημόσιο ούτε καν για το Ασφαλιστικό. Εφτασαν στα όρια της ανταρσίας ωστόσο με αφορμή δύο νομοσχέδια- για τις ΔΕΚΟ και για τις επιχειρησιακές συμβάσειςπου βάσιμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αν και επώδυνα υπηρετούν στόχους κοινωνικά δίκαιους.
Το πρώτο, παρά τις εκρήξεις των συνδικαλιστών, είναι περίπου βέβαιο ότι έχει ευρύτερη κοινωνική αποδοχή καθώς έστω και μερικώς ευθυγραμμίζει τους μισθούς στον δημόσιο τομέα- τους πάνω από 1.800 ευρώ- με τους αντίστοιχους του ιδιωτικού. Οσο για το δεύτερο, και με την προϋπόθεση ότι δεν θα εφαρμοστεί καταχρηστικά, μπορεί να βοηθήσει να διατηρηθούν θέσεις εργασίας σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω της κρίσης.
Γιατί τώρα λοιπόν; Είναι απλώς σημάδια κόπωσης απέναντι σε μια αντιδημοφιλή πολιτική; Πιθανώς.
Είναι όμως και κάτι ακόμα: η αναμέτρηση του ΠαΣοΚ με τον ίδιο του τον εαυτό, τους πράσινους συνδικαλιστές που σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης είχαν μάθει να έχουν προνομιακές σχέσεις με το κόμμα, ιδίως όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Είναι μια σχέση σχεδόν υπαρξιακή. Ενας τρόπος διακυβέρνησης μάλλον που διασφαλίζει μια ελάχιστη κοινωνική συναίνεση με αντάλλαγμα τη διατήρηση των «προνομίων» κοινωνικών ομάδων που μπορούν να αναστατώσουν την καθημερινότητα των πολιτών. Μια σχέση που έμεινε ισχυρή ακόμα και στην περίοδο του σημιτικού εκσυγχρονισμού- για πολλούς μάλιστα εξηγεί γιατί δεν προχώρησαν τότε οι μεταρρυθμίσεις π.χ. στην Παιδεία ή στο Ασφαλιστικό.
Σε κανονικές περιόδους μια τέτοια συμβιωτική αντίληψη της πολιτικής έχει πολλά πλεονεκτήματα και βοηθά να δείχνει αποτελεσματική μια κυβέρνηση. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης ωστόσο, όταν το βάρος πρέπει να πέσει στην ανασυγκρότηση της παραγωγής, τα προνόμια βρίσκονται στον αέρα και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
Η ιστορία του ΠαΣοΚ είναι η ιστορία ενός τέτοιου εκκρεμούς, χωρίς ποτέ όμως να διαρραγεί η διαπλοκή με τους συνδικαλιστές και χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί το μοντέλο διακυβέρνησης. Σήμερα μοιάζει να ήρθε η στιγμή που τα πράγματα οδηγούνται στα όριά τους. Το δίλημμα ωστόσο δεν είναι απλό.
Χωρίς το κόμμα ο Γιώργος Παπανδρέου δεν μπορεί να κυβερνήσει. Αλλά βέβαια και χωρίς πειστική απάντηση για την οικονομία η κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί. Μέσα στον τυφώνα της κρίσης και κάτω από την άμεση απειλή χρεοκοπίας η κυβέρνηση πέρασε μέτρα που πριν από μόλις έναν χρόνο φαίνονταν αδιανόητα χωρίς καν να χρειαστεί να τα εξηγήσει. Αυτό πια φαίνεται ότι δεν αρκεί.
Ο κ. Παπανδρέου θα πρέπει να λογαριαστεί και να κερδίσει το κόμμα του, να «σπάσει αβγά» με τα μικροσυμφέροντα και τα φέουδα αλλά και να πείσει ότι η πολιτική του δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά και συμβατή με τις αξίες που τα στελέχη και οι οπαδοί του πρεσβεύουν. Κατά πολλούς αυτό μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολο από την προσπάθειά του έναν χρόνο πριν να πείσει τους εταίρους να βοηθήσουν την Ελλάδα. Μακροπρόθεσμα ενδεχομένως να είναι και πιο σημαντικό!kapsis@dolnet.gr