Από όλα τα μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου (και δεν είναι λίγα…) το πιο απρόβλεπτο είναι το εσωκομματικό. Οχι επειδή θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάθε άλλο. Αλλά επειδή η αίσθηση ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει ούτε τους δικούς της μετατρέπεται εύκολα σε βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να πείσει την κοινωνία.
Αυτό το εσωκομματικό μέτωπο δεν είναι φυσικά ενιαίο. Οι εκφράσεις του, ακόμη και αν μοιάζουν ταυτόσημες, έχουν σοβαρές διαφορές.
Οι συνδικαλιστές κυρίως των ΔΕΚΟ αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα «επαγγελματικής υπόστασης» – αν μου επιτραπεί ο εξεζητημένος όρος… Ως τώρα στήριξαν την ύπαρξη και τη χρησιμότητά τους σε έναν ρόλο προνομιακού μεσολαβητή μεταξύ ΠαΣοΚ και εργαζομένων.
Οταν το ΠαΣοΚ ήταν στην αντιπολίτευση φρόντιζαν να συντηρούν την κοινωνική αναταραχή που θα άνοιγε τον δρόμο της επιστροφής του στην εξουσία. Οταν το ΠαΣοΚ ήταν στην κυβέρνηση προσέφεραν την κοινωνική αποδοχή της πολιτικής του. Και επειδή «ο τζάμπας πέθανε», η μεσολάβηση είχε ανταλλάγματα: αυτά ακριβώς που επιχειρεί να καταργήσει τώρα η κυβέρνηση στις ΔΕΚΟ.
Να υπενθυμίσω ότι ο βασικός λόγος που οι συνδικαλιστές του ΠαΣοΚ είχαν ξεσηκωθεί εναντίον της «δέσμης ιδεών Γιαννίτση» για το Ασφαλιστικό δεν ήταν το περιεχόμενο των ιδεών. Ηταν ότι η τότε κυβέρνηση Σημίτη δεν τις διαπραγματεύτηκε μαζί τους ώστε να αποκομίσουν τα ανταλλάγματα της υποστήριξης.
Με την ίδια ακριβώς λογική (και προφανώς με την ανάλογη διαδικασία…), η ΠΑΣΚΕ του Παναγόπουλου, του Παπασπύρου, του Πολυζωγόπουλου και των υπολοίπων συνδικαλιστών συντάχθηκε ομοθύμως με τον Γ. Παπανδρέου στην εσωκομματική αναμέτρηση του 2007.
Είναι ένας είδος «Θείας Δίκης» ότι η κυβέρνηση του ίδιου Γ. Παπανδρέου αναγκάζεται τώρα από τα πράγματα να θέσει τέλος σε μια «συγκυβέρνηση» που μόνο κακό έκανε και στον συνδικαλισμό και στη δημοκρατική παράταξη και στον τόπο. Επιβάλλοντας έτσι να προσδιοριστούν οι σχέσεις από την αρχή- ελπίζω σε πιο υγιή βάση…
Με την Κοινοβουλευτική Ομάδα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Την έντονη δυσφορία των βουλευτών εισέπραξε κατ΄ αρχήν (και εκ των αρμοδιοτήτων του…) ο υπουργός Οικονομικών. Αλλά δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο βασικός αποδέκτης της. Και τα παράπονα δεν είναι ούτε υπερβολικά ούτε αδικαιολόγητα: στηρίζονται στην πάγια κοινοβουλευτική αρχή ότι σε μια δημοκρατία οι βουλευτές δεν είναι στρατιωτάκια «ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα».
Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης οι βουλευτές δεν μας έχουν συνηθίσει να βουλεύονται. Τώρα, όμως, τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Αφενός, ο ανασχηματισμός πέρασε και όσοι έμειναν έξω από την κυβέρνηση αισθάνονται ότι δεν είναι ορατή η προοπτική της αξιοποίησής τους. Αρα η «σιωπή της σκοπιμότητας» εξαντλείται…
Αφετέρου, το φορτίο που τους φορτώνουν είναι όλο και επαχθέστερο. Καλούνται συνεχώς να προωθούν νομοθετήματα και να εγκρίνουν αποφάσεις υψηλού κοινωνικού κόστους χωρίς να έχουν καν την ψευδαίσθηση ότι συμμετείχαν στην επεξεργασία τους ή έστω ότι έχουν κάποιο όφελος από την εφαρμογή τους. Πώς να μην γκρινιάζουν;
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμφισβήτησαν την αρμοδιότητα του Γ. Παπακωνσταντίνου να χειρίζεται μόνος του την εκάστοτε «επικαιροποίηση» του μνημονίου χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα τους άρεσε να εμπλακούν σε αυτήν τη δύσκολη διαδικασία.
Πρόκειται για μια δυσφορία διάχυτη, ασυντόνιστη και συγκεχυμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αβάσιμη. Και η οποία θα γίνεται ακόμη εντονότερη όσο δυσκολεύει η κοινωνική κατάσταση ή όσο αποδυναμώνονται οι πιθανότητες του ΠαΣοΚ να κερδίσει μια δεύτερη τετραετία.
Το ερώτημα είναι πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση αυτό το καζάνι που βράζει, κυρίως αν δεχτούμε ότι τα πειθαρχικά μέτρα έχουν εξαντλήσει την πειθώ τους… Η προσωπική πορεία του Ι. Δημαρά απέδειξε ότι υπάρχει μια χαρά ζωή έξω από τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Θεωρητικά, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Αλλά δεν βλέπω κανέναν διατεθειμένο στον ηγετικό πυρήνα του ΠαΣοΚ να διαμορφώσει αυτήν την πολιτική απάντηση, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ηγετικός πυρήνας πέραν του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του.
Οι μισοί διαφωνούν με την πολιτική που ακολουθούν. Οι άλλοι μισοί που συμφωνούν, δεν της δίνουν πολλές πιθανότητες να πετύχει. Και όλοι μαζί φροντίζουν περισσότερο την προσωπική τους πορεία παρά το συλλογικό σχέδιο.
Γι΄ αυτό το πιθανότερο είναι ότι το καζάνι θα συνεχίσει να βράζει- όσο αντέξει το καζάνι…