Εν όψει της εκνευριστικής δημόσιας φωταψίας και της βάναυσης δενδροτομής, με όζοντα τα απορρίμματα στα πεζοδρόμια του Παγκρατίου, φτάνουν οσονούπω ανέλπιδα τα Χριστούγεννα και το νέο έτος, με μόνη παρηγοριά που το τελικό μηδέν του 2010 θα γίνει τώρα ένα. Οπότε η επίμονη προσφυγή στο ιλιαδικό εταιρικό ζεύγος του Γλαύκου και του Σαρπηδόνα μπορεί να αποδειχτεί ανακουφιστική διαφυγή, μέσα στο διαφημισμένο μάλιστα βιβλιομάνι των ημερών.
Μεσολαβεί ωστόσο σύντομη συνάντηση στο πρώτο σκαλί της πρόσφατης και κοντινής μας ποίησης, όπως το ήθελε κι ο Αλεξανδρινός. Ο λόγος για δύο αποσταγμένα ποιήματα: δίστιχο το ένα, λέγεται «Στάχτη»· τετράστιχο το άλλο, με τίτλο επίκαιρο, λέγεται «Πρώτη Ιανουαρίου». Προηγείται η «Στάχτη», που θα την εκτιμήσουν, υποθέτω, οι παλαιοί καπνιστές· πήγα να πω οι παλαιοί πολεμιστές: Μού τέλειωσε ο καπνός σου./ Ανάβω τα δάχτυλά μου. Επεται της Πρωτοχρονιάς η πρόβλεψη: Περνούν τα χρόνια/ σαν βιαστικά φιλιά./ Ερχονται ημέρες που δεν έχουν χείλη.
Ο άγνωστός μου ως τώρα ποιητής λέγεται Νίκος Σκούτας. Αυτή είναι η τρίτη ποιητική του συλλογή (προηγήθηκαν δύο μυθιστορήματα), που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Κέδρος και επιγράφεται νέτα σκέτα ξ ι· σε μικρή απόσταση το γιώτα. Τίμια ποίηση, γυμνή, συχνά ακαριαία.
Ξαναγυρίζω τώρα στις δικές μου οφειλές, συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα για το εταιρικό ζεύγος από τη Λυκία, που πλήρωσε ακριβά την επίκουρη συμμετοχή του στον ιλιαδικό πόλεμο. Σαρπηδών και Γλαύκος. Τους είδαμε την περασμένη Κυριακή και μαζί και χώρια. Μαζί, στο τέλος της δεύτερης ραψωδίας, να σφραγίζουν τον «Νεών κατάλογο». Χώρια: τον έναν στην πέμπτη ραψωδία, τον άλλο στην έκτη. Τον πρώτο, να τα βάζει με τον Εκτορα, που δεν λογαριάζει το οφειλόμενο χρέος του στους επικούρους, κι ας άφησαν πίσω τους σπίτι, γυναίκα και παιδιά για να συμπολεμήσουν με τους Τρώες. Τον δεύτερο, να αντιστέκεται με θαρραλέα αξιοπρέπεια στην επιθετική πρόκληση του Διομήδη, ομολογώντας τη φύτρα του και τη γενιά του· ριζωμένη στον Βελλεροφόντη, που βρέθηκε, εξόριστος και προγραμμένος, στη Λυκία, όπου εν τούτοις πέτυχε τα ακατόρθωτα, και δέχτηκε βασιλικές τιμές. Οταν ωστόσο οι θεοί τον μίσησαν, έγινε απόμερος, περιπλανώμενος σε μέρη απάτητα, να μην τον βλέπει ανθρώπου μάτι.
Ξανασμίγουν οι δύο εταίροι, ονομαστικά μόνον, στη ραψωδία Ξ (στ.
426), προτού τους χωρίσει οριστικά ο άγριος φόνος του Σαρπηδόνα από τον Πάτροκλο στην κορύφωση της παράτολμης αριστείας του, που αποδείχτηκε μοιραία και για τον ίδιο. Εδώ ας σταθώ.
Κάπου τριακόσιους στίχους της δέκατης έκτης ραψωδίας αφιερώνει ο ποιητής στον λύκιο ήρωα, περιβάλλοντας και προβάλλοντας το προγραμμένο τέλος της ζωής του. Στην αρχή αντιστέκεται ριψοκινδυνεύοντας στην ακάθεκτη ορμή του Πατρόκλου. Ο Δίας τον βλέπει, τον πονά και ταλαντεύεται: να τον γλιτώσει από τον θάνατο και να τον επιστρέψει σώο στη Λυκία; Η Ηρα όμως αντιδρώντας επιμένει: κι ας είναι γιος του, πρέπει να εκπληρώσει το ανθρώπινο γραφτό του εδώ και τώρα ο Σαρπηδών· μετά νεκρός ας επιστρέψει στη Λυκία, με συνοδούς τον Υπνο και τον Θάνατο, που θα τον παραδώσουν στους δικούς του για τα νόμιμα. Στο μεταξύ Σαρπηδών και Πάτροκλος συγκρούονται μετωπικά. Οι πρώτες αμοιβαίες βολές φεύγουν λοξά, ωσότου ο Πάτροκλος βρίσκει τον φονικό του στόχο: μπήγει το χάλκινό του δόρυ στα σπλάχνα του λύκιου ήρωα, εκεί που σφίγγουν την καρδιά. Γκρεμίζεται ο Σαρπηδών και στρέφεται στον Γλαύκο· φωνάζει ξεψυχώντας να σώσει ο φίλος το νεκρό κορμί του απ΄ την ατίμωση. Μόνο που εκείνος, από ώρα λαβωμένος βαριά στο μπράτσο, καν δεν μπορεί να πιάσει δόρυ. Με του Απόλλωνα ωστόσο την άμεση επέμβαση, το μαύρο αίμα σταματά κι ο πόνος μαλακώνει. Οπότε ο Γλαύκος μάχεται, μ΄ άλλους μαζί, να αποτραβήξει το σώμα του ακριβού εταίρου προς τη μεριά των Τρώων. Δεν γίνεται όμως. Τώρα νεκρός ο Σαρπηδών αφήνεται στο έλεος των Αχαιών που τον απογυμνώνουν και τον τραβολογούν αιμόφυρτο.
Τότε ακούγεται η φωνή του Δία παραγγέλλοντας: ο ίδιος ο Απόλλων να νοιαστεί για τον νεκρώσιμο νόστο του αγαπημένου γιου του, όπως τον είχε φανταστεί η Ηρα. Ευθύς ο Φοίβος αναρπάζει απ΄ τις βολές των Αχαιών το άθλιο σώμα, το επουλώνει, το φέρνει με τα χέρια του στου ποταμού το ρέμα, το λούζει, το μυρώνει, του βάζει ρούχο άφθαρτο· μετά το παραδίνει στον Υπνο και στον Θάνατο, κι αυτοί στα χέρια το σηκώνουν κι ανάλαφρα το μεταφέρουν στη Λυκία, όπου το παραδίνουν στους δικούς του. Εκείνοι, στον τύμβο πάνω της ταφής, υψώνουν στήλη μνημοσύνης.
Οσο για τον Γλαύκο, ακούγεται μιαδυο φορές ακόμη στην επόμενη ραψωδία να μνημονεύει το όνομα του ακριβού φίλου που έχασε. Υστερα χάνεται.