Το 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την ελαιουργία Μινέρβα ΑΕ, κι όχι μόνο, ή μάλλον μια εξαιρετικά αντιφατική χρονιά. Ενώ από τη μια πλευρά εγκαινίαζε την είσοδό της στην απαιτητική αγορά των τυροκομικών προϊόντων και για πρώτη φορά στην ιστορία της «ξεδίπλωσε» μια επιθετική στρατηγική για την ελληνική αγορά, από την άλλη πλευρά έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της Ελαΐς, του μεγάλου της ανταγωνιστή, που τότε ακόμη ήταν προς πώληση από τη μητρική της Unilever. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αιτία «κρύβεται» στο προσφερόμενο τίμημα, άλλοι λένε ότι οφείλεται στις «αντιστάσεις» του ελληνικού μάνατζμεντ και κάποιοι «τρίτοι» πως είναι συνδυασμός των δύο παραπάνω λόγων. Ούτως ή άλλως πλέον δεν έχει σημασία.
Η διοίκηση της Μινέρβα φαίνεται ότι το πήρε γρήγορα απόφαση – «κάθε εμπόδιο σε καλό» λέει ο κ. Γ. Κωστιάνης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας- και συνέχισε τη στρατηγική της επιλογή στην ανάπτυξη νέων κατηγοριών προϊόντων με έμφαση στα γαλακτοκομικά. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι στον «πυρήνα» της νέας στρατηγικής που «τρέχει» η εταιρεία από το 2008- όταν απέκτησε την τυροκομική μονάδα της Φάγε- βρίσκεται η αγορά των βιολογικών προϊόντων. Μια αγορά η οποία είναι αναπτυσσόμενη- αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 15%- και ως εκ τούτου «κρύβει» ευκαιρίες. Τούτο είναι προφανές.
Παράλληλα τα βιολογικά προϊόντα είναι κατά τεκμήριο τα ακριβότερα προϊόντα στα ράφια και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ, εξέλιξη που κινείται σε αντίστροφη πορεία από την κυρίαρχη τάση που είναι η μείωση των τιμών- με τον αποπληθωρισμό στο βάθος του χρόνου… Ο κ. Κωστιάνης σημειώνει ότι λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής τα βιολογικά προϊόντα της Μινέρβα πωλούνται κατά 20% ως 25% ακριβότερα από τα αντίστοιχα «συμβατικά» και θεωρεί ότι πρόκειται για μια λογική σχέση «τιμής και ποιότητας». Και αν μια προσπάθεια κρίνεται εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι τα βιολογικά προϊόντα της Μινέρβα – πρόκειται για 13 προϊόντα ως τώρα στις κατηγορίες του ελαιολάδου, της μαργαρίνης, των τυροκομικών και του βουτύρου- «πουλάνε», αφού σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας οι πωλήσεις τους αυξάνονται κατά περίπου 15% ετησίως, όσο δηλαδή και η συγκεκριμένη αγορά. Σημαντική ώθηση έδωσε η απόκτηση τον Ιούνιο του 2009 της μικρής εταιρείας βιολογικών γαλακτοκομικών προϊόντων Βιοζήν, που λειτουργούσε στην περιοχή της Λακωνίας- η δεύτερη εξαγορά στην οποία προχώρησε σε διάστημα ενός χρόνου.
Παρ΄ όλα αυτά στην προηγούμενη χρήση της που έκλεισε στις 31 Μαΐου του 2010 η εταιρεία εμφάνισε μείωση πωλήσεων, από 84,8 εκατ. ευρώ περίπου στα 78 εκατ. ευρώ, και αντίστοιχη μείωση κερδών, από 5,35 εκατ. ευρώ περίπου στα 3,5 εκατ. ευρώ, ενώ όπως σημειώνει ο συνομιλητής μας «κάνουμε προσπάθειες διατηρώντας τις 270 θέσεις εργασίας που έχουμε». Οπως εξηγεί ο κ. Κωστιάνης, τούτο οφείλεται στη γενικότερη ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονομία- και δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την εταιρεία-, αλλά και στις ισχυρές μειώσεις τιμών μέσω προσφορών με την επικόλληση εκπτωτικής ετικέτας. Οπως δε λέει χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι αυτού του είδους οι προσφορές είναι τρίμηνης ή εξάμηνης διάρκειας είναι εμφανείς και σημαντικές. «Δεν περιμένουμε κανέναν να μας ζητήσει να μειώσουμε τις τιμές» επισημαίνει «το έχουμε κάνει ήδη μόνοι μας». Παράλληλα η Μινέρβα είναι σήμερα η μεγαλύτερη εξαγωγική εταιρεία τυποποιημένου ελαιολάδου στην Ελλάδα, με παρουσία σε 42 χώρες ανά τον κόσμο. Οι σημαντικότερες χώρες δραστηριοποίησής της είναι οι: Αυστραλία, Κίνα, ΗΠΑ, Καναδάς, Βραζιλία, Σαουδική Αραβία, Βρετανία, καθώς και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι εξαγωγές της αντιστοιχούν στο 8% του συνόλου των πωλήσεών της και στόχος της είναι στα επόμενα χρόνια να αυξηθούν στο 15%.
Μια σύγχρονη παραγωγική μονάδα
Το 1937 η οικογένεια Καρακώστα , συνιδρυτής της Μινέρβα, αποχωρεί και ο Ευάγγελος Γιαννακός κρατά μόνος του την εταιρεία. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου περνούν γρήγορα, σημαδεύοντας και την πορεία της εταιρείας, η οποία το 1949 ξεκινά μια επίπονη προσπάθεια για την ανασυγκρότησή της. Μετά τον Γιαννακό την εταιρεία διευθύνει ο γαμπρός του Αγγελος Σαχπάλογλου. Η δραστηριότητά της περνάει από την εμπορία ελαιολάδου στη βιομηχανία επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου, αλλά και άλλων σπορελαίων.
Η επιχείρηση ξεκινά τις εξαγωγές ελαιολάδου και το 1957 βρίσκει την εταιρεία με πωλήσεις στις χώρες της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, αλλά και στην Αυστραλία.
Οι ανάγκες μεγαλώνουν, η εταιρεία αποκτά μια σύγχρονη παραγωγική μονάδα στο Μοσχάτο και παράλληλα επεκτείνει τις εμπορικές της δραστηριότητες με αντιπροσώπους σε όλη την Ελλάδα. Η δεκαετία του ΄60 χαρακτηρίζεται από συνεχή ανάπτυξη. Το 1971 η εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμη και παράγει νέες σειρές προϊόντων, από σπορέλαια ως μαγειρικά λίπη και μαργαρίνες. Η δεκαετία του ΄70 όμως είναι δύσκολη για τον κλάδο των ελαίων και των λιπών. Την παραγωγικότητα τής εταιρείας επηρεάζουν αρνητικά από τη μια η αστάθεια των τιμών των πρώτων υλών- και κυρίως του ελαιολάδου που παρουσιάζει συνεχείς ανοδικές τάσεις – και η συνεχής ανατίμηση των υλικών συσκευασίας και οι δαπάνες των εργατικών και από την άλλη οι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά ελαιολάδου, οι οποίες έχουν στόχο τη διατήρηση σταθερής τιμής για το βασικό αυτό καταναλωτικό προϊόν. Ετσι το 1977 η Μινέρβα αλλάζει χέρια.
Το 1988 μια πυρκαγιά καταστρέφει τις αποθήκες των εγκαταστάσεών της στο Μοσχάτο και το 1999 η εταιρεία μετεγκαθίσταται από το Μοσχάτο στο Σχηματάρι της Βοιωτίας. Ο πολυεθνικός όμιλος ΡΖ επενδύει 35 εκατ. ευρώ.
Από τη Δ. Αφρική και το Μάντσεστερ
Στην περίπτωση της Μινέρβα συναντώνται δύο καταπληκτικές ιστορίες ελλήνων επιχειρηματιών μιας άλλης εποχής, του Γ. Ζοχώνη και των οικογενειών Γιαννακού και Καρακώστα . Και οι δύο ξεκίνησαν περίπου την ίδια περίοδο, στα τέλη του 19ου αιώνα, η μια από τη Δυτική Αφρική και η δεύτερη από την οδό Σωκράτους στο κέντρο της Αθήνας. Συναντώνται το 1977, όταν η οικογένεια Ζοχώνη, δηλαδή η ΡΖ, αποφασίζει για πρώτη φορά να επενδύσει στην Ελλάδα και η οικογένεια Σαχπάλογλου, στην οποία ανήκει από τη δεκαετία του ΄50 η εταιρεία, βλέποντας τις αντιξοότητες στην αγορά αποφασίζει να την πουλήσει.
Τo χωριό Βαμβακού στην περιοχή της Λακωνίας σίγουρα το γνωρίζουν ελάχιστοι και ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν ότι από εκεί έλκει την καταγωγή της και η οικογένεια Ζοχώνη, στην οποία σήμερα ανήκει ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς πολυεθνικούς ομίλους καταναλωτικών προϊόντων με έδρα το Μάντσεστερ της Βρετανίας. Πρόκειται για τον όμιλο ΡΖ (Ρaterson- Ζohonis), ο οποίος σε πείσμα ίσως των καιρών διατηρεί ακόμη και σήμερα τα οικογενειακά του χαρακτηριστικά. Αν και εισηγμένος στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, το 65% των μετοχών του ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια Ζοχώνη, της οποίας η τέταρτη γενιά βρίσκεται σήμερα επικεφαλής του ομίλου- πρόκειται για τον κ. Α.Τζ. Γκριν, ανιψιό του σερ Τζον Ζοχόνις, εγγονού του ιδρυτή Γιώργου Ζοχώνη, ο οποίος αποχώρησε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Ο σερ Τζον Ζοχόνις από τη δεκαετία του ΄60, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του ομίλου την οποία κράτησε επί 30 χρόνια, επανασυνδέθηκε με την ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειάς του.
Επιχειρηματικά η οικογένεια πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική αγορά το 1977 όταν εξαγόρασε την ελαιουργική εταιρεία Μινέρβα ΑΕ, την παλαιότερη ελαιουργική εταιρεία, με την οποία για περίπου 30 χρόνια διατήρησε εξαιρετικά χαμηλούς τόνους στην επιχειρηματική σκηνή του κλάδου των τροφίμων, επενδύοντας ωστόσο αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ στην τυποποίηση ελαιολάδου και στην παραγωγή ελαιουργικών προϊόντων.