Η προσπάθεια πολλών γονιών να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το παθητικό κάπνισμα επιβάλλοντας αυστηρά τον αντικαπνιστικό νόμο εντός του σπιτιού τους, δεν αρκεί για να τα αποτρέψει από το να γίνουν παθητικοί καπνιστές, αν ο γείτονας καπνίζει. Αυτό ισχυρίζεται νέα αμερικανική έρευνα που διενεργήθηκε σε 5.000 παιδιά και εφήβους ηλικίας έξι έως 18 ετών, σύμφωνα με την οποία «ο καπνός δεν σταματάει κλείνοντας την πόρτα», όπως εξηγεί ο επικεφαλής της έρευνας δόκτωρ Τζόναθαν Π. Γουίνικοφ.
Οι ερευνητές εξέταζαν τα παιδιά για την ύπαρξη κοτινίνης, ενός μεταβολίτη του καπνού ο οποίος χρησιμοποιείται για να εκτιμήσει την έκθεση στο παθητικό κάπνισμα, και βρήκαν ότι, ανεξάρτητων βιοτικού επιπέδου, τα παιδιά που ζούσαν σε διαμερίσματα είχαν υψηλότερα ποσοστά του βλαβερού χημικού στον οργανισμό τους από εκείνα που ζούσαν σε μονοκατοικίες, παρόλο που σε κανένα σπίτι δεν ζούσε κάποιος καπνιστής.
«Ένοχοι» σύμφωνα με την μελέτη κρίνονται αεραγωγοί, γρίλιες, ανοίγματα και συστήματα κεντρικού κλιματισμού που μεταφέρουν τον καπνό από το ένα σπίτι στο άλλο και εκθέτουν τα παιδιά επί καθημερινής βάσης στις βλαβερές συνέπειες του δευτερογενούς καπνίσματος, επιβαρύνοντας ή προκαλώντας αναπνευστικά και άλλα προβλήματα υγείας.
Τα ευρήματα της μελέτης θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στην μάχη για την απαγόρευση του καπνίσματος, μεταφέροντας την από τους δημόσιους χώρους όπως εργασιακά περιβάλλοντα, μέσα μεταφοράς, εστιατόρια και μπαρ, στα σπίτια όλων.