TO BHMA/ The New York Times

Είτε μας αρέσει είτε όχι – και εμένα δεν μου αρέσει – η συμφωνία Ομπάμα –Μακ Ντόνελ για τα φορολογικά, αυτό το μείγμα πολύ κακών και περίπου καλών μέτρων, μάλλον θα περάσει από το Κογκρέσο. Και μετά;

Η συμφωνία, αναμφίβολα, θα δώσει στην οικονομία μια βραχυπρόθεσμη ώθηση. Η κυρίαρχη άποψη, εξ όσων καταλαβαίνω, είναι ότι αυτή η βραχυπρόθεσμη ώθηση αρκεί. Η συμφωνία, μας λένε, θα «επανεκκινήσει» την οικονομία: θα επιτρέψει την ταχύτερη «ανάρρωση» του ασθενούς.

Εγώ απαντώ: φτάνει πια με τις μεταφορές. Η αμερικανική οικονομία δεν είναι χαλασμένο αυτοκίνητο, ούτε κάποιος ασθενής που θα γιάνει, μετά από λίγη ανάπαυση. Το πρόβλημα μας είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμο, από αυτό που υπαινίσσονται οι δύο παραπάνω μεταφορές. Και οι κακές μεταφορές οδηγούν σε κακές πολιτικές.

Η ιδέα ότι η οικονομική μηχανή «θα πάρει μπροστά», ή ότι ο άρρωστος θα σηκωθεί όπου να’ναι από το κρεβάτι του πόνου ενθαρρύνει την πολιτική ηγεσία να συμβιβαστεί με πρόχειρα, βραχυπρόθεσμα μέτρα, ενώ στην πραγματικότητα η οικονομία χρειάζεται καλοσχεδιασμένη και παρατεταμένη υποστήριξη.

Στη ρίζα των σημερινών μας προβλημάτων είναι τα χρέη που συσσώρευσαν οι αμερικανικές οικογένειες στα χρόνια της οικιστικής φούσκας της εποχής Μπους. Πριν 20 χρόνια, τα χρέη του μέσου αμερικανικού νοικοκυριού δεν ξεπερνούσαν το 83% του εισοδήματος. Πριν δέκα χρόνια το ποσοστό αυτό έφτασε το 92%. Ως τα τέλη του 2007, τα χρέη ξεπέρασαν το 130% του εισοδήματος.

Όλο αυτό το φορτίο συσσωρεύτηκε διότι οι τράπεζες εγκατέλειψαν κάθε έννοια ασφαλούς δανεισμού και διότι οι πάντες πίστεψαν πως οι αξίες των κατοικιών δεν θα έπεφταν ποτέ. Μετά, η φούσκα έσκασε.

Αυτό που συνέβη έκτοτε είναι μια οδυνηρή διαδικασία: οι καταχρεωμένοι Αμερικανοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να καταναλώνουν όπως το έκαναν, γιατί πρέπει να ξεπληρώσουν τα χρέη που σωρεύτηκαν τα χρόνια της φούσκας. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αν κάποιοι άλλοι – το κράτος ή οι επιχειρήσεις – κάλυπταν το κενό ξοδεύοντας παραπάνω. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα οικονομία σε ύφεση και υψηλή ανεργία.

Ας επιστρέψουμε τώρα στο «ντιλ» Ομπάμα – ΜακΚόνελ. Πολλοί με ρωτούν πως γίνεται να αντιτίθεμαι με αυτήν, όταν είμαι αναφανδόν υπέρ νέων μέτρων οικονομικής τόνωσης. Η απάντηση είναι πως τα κόστη της συμφωνίας θα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα οφέλη. Οι φορομειώσεις για τους πλούσιους δεν πρόκειται να «επιστρέψουν» στην αγορά: ακόμη και οι μειώσεις για τα μεσαία εισοδήματα δεν θα αυξήσουν σημαντικά την καταναλωτική δαπάνη. Όσο για τις νέες φοροελαφρυνσεις για τις επιχειρήσεις, δεν βλέπω πως θα αυξήσουν σημαντικά τις επενδύσεις.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν για μια χρονιά μικρής μόνον τόνωσης της οικονομίας αξίζει να φορτωθούμε με 850 δισεκατομμύρια επιπλέον ελλείμματος, συν μια σημαντική πιθανότητα να μονιμοποιηθούν οι φορομειώσεις για τους πλούσιους. Και εγώ απαντώ: όχι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ