Η διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων του γουάν από τις κινεζικές αρχές και οι καλύτερες από τις αναμενόμενες οικονομικές επιδόσεις που εμφανίζουν οι 7 στις 10 μεγαλύτερες εισηγμένες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ έδωσαν ώθηση στη Wall Street βοηθώντας το δείκτη Standard & Poor’s 500, να αποκατασταθεί σε επίπεδα που είχε να φτάσει προτού καταρρεύσει η Lehman Brothers, πριν από την αποφράδα 15η Σεπτεμβρίου 2008, δηλαδή, ημέρα κατά την οποία και οι πλέον χαρούμενοι και ανέμελοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη φενάκη της «αειφόρου ανάπτυξης» των επιχειρήσεων και των οικονομιών και την πλάνη της τόσο προσφιλούς στους επενδυτές έννοια του «σταθερού και ακλόνητου», όπως τη συνοψίζουν οι αγγλοσάξωνες στη φράση «too big to fail» (δηλαδή πολύ μεγάλη εταιρεία για να πτωχεύσει).

Ο S&P 500 ενισχυόταν κατά 0,4% στις 1.245,15 μονάδες στην απογευματική συνεδρίαση της νεοϋορκέζικης αγοράς, αγγίζοντας τις 1.251,70 μονάδες που είχε κλείσει στις 12 Σεπτεμβρίου 2008, στην τελευταία συνεδρίαση της Wall Street δηλαδή πριν από το «κανόνι» της Lehman. Στις 9 Μαρτίου 2009 ο S&P φαίνεται πως «έπιασε πάτο», υποχωρώντας κατά 46% από το επίπεδο της 12ης Σεπτεμβρίου 2008. Έκτοτε ξεκίνησε η ανάκαμψη της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, η οποία (ανάκαμψη) πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ήταν ανάλογη της ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας – ούτε και της παγκόσμιας άλλωστε. Διότι πολλοί αναλυτές διαπιστώνουν ότι τους τελευταίους μήνες πέφτει ο ρυθμός εξόδου των οικονομιών από τη χειρότερη κρίση της τελευταίας 60ετίας.

Εν πάση περιπτώσει, η διατήρηση σταθερών των κινεζικών επιτοκίων παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού στην Κίνα στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας διετίας – και όλοι γνωρίζουν το φόβο που καταλαμβάνει το Πεκίνο για το ενδεχόμενο υπερθέρμανσης της οικονομίας – έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους επενδυτές σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή συμπέραναν ότι η Κίνα θα συνεχίσει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας και ότι θα συνεχίσει να απορροφά με λαιμαργία τα δυτικά προϊόντα. Ο ενθουσιασμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να μετακινηθούν κεφάλαια από τις αγορές ομολόγων στις αγορές κεφαλαίων, ενώ μεγάλες απώλειες σημείωσε το αμερικανικό νόμισμα έναντι των 15 από τα 16 νομίσματα του πλανήτη με τη μεγαλύτερη συναλλακτικότητα – το ευρώ ενισχύθηκε κατά 1,2% έναντι του δολαρίου φθάνοντας από τα 1,3183 δολάρια στις παρυφές των 1,34 δολαρίων.

Οι τιμές των εμπορευμάτων επίσης κινήθηκαν ανοδικά, με το χαλκό να πρωταγωνιστεί άλλη μια φορά και το αργό να ενισχύεται κατά 0,5% στις παρυφές των 89 δολαρίων το βαρέλι, παρά την αποκάλυψη ότι ο OPEC κάνει ό,τι μπορεί για να πλημμυρίσει την αγορά με πετρέλαιο – οι παραβιάσεις των πλαφόν παραγωγής των κρατών-μελών έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εξαετίας καθώς οι σεΐχηδες σπεύδουν να μαζέψουν όσο το δυνατόν περισσότερα πετροδολάρια (τώρα υπάρχουν ακόμα άφθονα…). Ως γνωστόν, οι πετρελαϊκές αγορές έχουν ξεπεράσει εδώ και χρόνια το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και έχουν μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο τζόγου και ξεπλύματος κεφαλαίων.

Ετσι, η είδηση ότι τα 11 κράτη-μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγικών Κρατών (το πετρέλαιο του ευρισκόμενου υπό αμερικανική επιτροπεία Ιράκ δεν έχει επιστρέψει ακόμη στις αγορές) «ρίχνουν» στην αγορά 26,7 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως παραβιάζοντας κατά 1,9 εκατ. βαρέλια τα συμπεφωνημένα από τους εκπροσώπους τους ανώτατα όρια παραγωγής, ουδόλως εθορύβησε τους «θεσμικούς» που συνέχισαν να τζογάρουν αδιαφορώντας αν την άνοιξη, με τη βελτίωση του καιρού στο ενεργοβόρο βόρειο ημισφαίριο, η πετρελαϊκή ζήτηση πέσει κάθετα και οι όπου γης δεξαμενές καυσίμων ξεχειλίζουν.

Εν κατακλείδι, καθώς εκπνέει το 2010 – χρονιά που χαρακτηρίστηκε από τους δισταγμούς των βημάτων εξόδου από την κρίση που κάνουν οι οικονομίες της Δύσης – επιβεβαιώνει τους ιστορικούς των αγορών που υποστηρίζουν ότι η δυσπραγία της πραγματικής οικονομίας όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο αλλά δίνει ώθηση στη χρηματιστηριακή οικονομία. Διότι χθεσινή έρευνα έδειξε ότι η τριετία 2007-2010, παρά τα μεγάλα σκαμπανεβάσματα, ήταν για τη Wall Street η πιο κερδοφόρα μετά από τη δεκαετία 1997-2000, από την «χρυσή εποχή», δηλαδή του Μπιλ Κλίντον.

Υ.Γ. Αύριο, 14 Δεκεμβρίου, συνεδριάζει η Fed που πρόκειται να προχωρήσει σε νέες αγορές ομολόγων που εκδίδει το υπουργείο Οικονομικών. Λίγο νωρίτερα το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου πρόκειται να ανακοινώσει τα στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις. Αν οι ειδικοί επαληθευθούν και ανακοινωθεί άλμα των πωλήσεων για πέμπτο συνεχόμενο μήνα, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η κούρσα των μετοχών θα συνεχιστεί τόσο στη νεοϋορκέζικη αγορά όσο και στις ευρωπαϊκές, που δεν έχουν λόγο για να μην ακολουθήσουν. Αίσθηση προκάλεσαν κάποιοι… υποψιασμένοι στρατηγικοί αναλυτές της Bank of America Merrill Lynch, οι οποίοι ανέπτυξαν μια θεωρία συνωμοσίας βάσει της οποίας η Fed με τις ποσοτικές χαλαρώσεις του δανεισμού κάνει ό,τι μπορεί για να επιταθούν οι μεταφορές κεφαλαίων από την αγορά ομολόγων στη Wall Street κι αυτό επειδή ο Μπερνάνκι πρόκειται να προχωρήσει σε αγορά κρατικών ομολόγων – στις 3 Νοεμβρίου είχε ως γνωστόν ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει σε αγορές ομολόγων συνολικής αξίας 600 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, ο S&P ενισχυόταν κατά μέσον όρο κατά 0,16% τις ημέρες που η Fed αγόραζε ομόλογα. Ενισχυόταν δηλαδή με ρυθμό τετραπλάσιο από το ρυθμό των ημερών που δεν γίνονταν αγορές από τη Fed (0,04%).