Κάνοντας μια τρυφερή (και ανορθόδοξη) εισαγωγή, ο κ. Γερουλάνος αναφέρθηκε στις πρόσφατες επιτυχίες της ελληνικής κινηματογραφίας στα φεστιβάλ του εξωτερικού μιλώντας για την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, της οποία η ταινία «Attenberg» που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, απέσπασε το βραβείο ερμηνείας (Αριάν Λαμπέντ) στο τελευταίο φεστιβάλ Βενετίας. «Η Αθηνά είναι μια νέα γυναίκα που ανακάλυψε ότι έχει ταλέντο να κάνει ποιοτικές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες έχουν βραβευτεί σε διάφορες χώρες του κόσμου. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί την ρωτούν για την Ελλάδα, για την κρίση, για τον κινηματογράφο και τον πολιτισμό στην χώρα μας. Και εκείνη μιλάει για μια νέα Ελλάδα που παλεύει να γεννηθεί, για τους νέους που θέλουν να δημιουργήσουν, για το ταλέντο που υπάρχει άφθονο στη χώρα μας. Μιλάει για το Φίλιππο, τον Σύλλα και τον Γιώργο, τους οποίους θα μπορούσε να ανταγωνίζεται» συνέχισε ο υπουργός αναφερόμενος στους Φίλιππο Τσίτο, Σύλλα Τζουμέρκα και Γιώργο Λάνθιμο, συναδέλφους σκηνοθέτες της Τσαγγάρη, οι οποίοι έχουν επίσης διακριθεί στο εξωτερικό. «Αλλά μιλάει για αυτούς λες και είναι ήρωες μέσα στην ίδια περιπέτεια» συνέχισε ο κ. Γερουλάνος. «Μιλάει για τις απεριόριστες δυνατότητες του Ελληνικού σύγχρονου πολιτισμού αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Στέκεται στους ώμους άλλων που με θυσίες της άνοιξαν τον δρόμο: το Θόδωρο (Αγγελόπουλο), τον Παντελή (Βούλγαρη), τον Γιάννη (Σμαραγδή) και τόσους άλλους. Ο λόγος που τους κατονομάζω είναι, ότι συχνά ξεχνάμε ότι οι αποφάσεις μας αλλάζουν την ζωή πραγματικών ανθρώπων και ένα τέτοιο νομοσχέδιο αυτό προσπαθεί να κάνει».

Μιλώντας αμιγώς για το νομοσχέδιο είπε ότι οι βασικοί στόχοι ήταν τρεις: α) η αύξηση των χρημάτων που πηγαίνουν στην παραγωγή, β) η αύξηση των πηγών των χρημάτων και γ) το ξεδόντιασμα της γραφειοκρατίας που για τόσο καιρό παρακρατούσε κονδύλια από τους μηχανισμούς της πολιτείας. «Ξεκινήσαμε με το φορολογικό νομοσχέδιο όπου περάσαμε για πρώτη φορά γενναία φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις στον κινηματογράφο. Σημαντική ενίσχυση προς την παραγωγή θα υπάρξει μέσα από άλλα μέτρα που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο. Κυρίως μέσα από την ανακατανομή υπαρχόντων κονδυλίων. Στην ορθότερη αξιοποίηση των πόρων θα συμβάλλει καθοριστικά η διαφάνεια και η λογοδοσία που απαιτούμε από τους οργανισμούς που ασχολούνται με την καθημερινή άσκηση της πολιτικής μας για τον κινηματογράφο. Με απλούστερες, καθαρότερες δομές και ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς».

Ο κ. υπουργός επεσήμανε ότι «στο παιχνίδι μπαίνουν πολύ πιο ουσιαστικά οι ιδιώτες, τα τηλεοπτικά κανάλια, τα συνδρομητικά, οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας, αλλά και η δημόσια τηλεόραση». Εμφαση επίσης δόθηκε στους μηχανισμούς και την προσέλκυση ξένων παραγωγών.

Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει αναφορά στη Ταινιοθήκη, στο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας, καθώς και στις κινηματογραφικές λέσχες επειδή «έπρεπε να τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομοθετικού πλαισίου και πολιτιστικής πολιτικής» είπε ο κ. υπουργός λέγοντας ότι η νομοθετική διαδικασία οδηγούσε σε αναφορές οι οποίες δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν ή παρέμεναν αίολες σε ότι αφορά τις ευθύνες που δημιουργούσαν είτε στην πολιτεία είτε στους φορείς.

Παρεμφερής είναι ο λόγος της απουσίας των κρατικών βραβείων κινηματογραφικής ποιότητας από το σχέδιο νόμου: «Η αρχική μας θέση, ήταν ότι το κράτος δεν μπορεί να ενισχύει όλες τις τέχνες και κατά τον ίδιο τρόπο. Στην περίπτωση του κινηματογράφου, πιστεύαμε, ότι ήταν αμφίβολη η σκοπιμότητα της απονομής κινηματογραφικών βραβείων κάτω από το βαρύ χέρι του κράτους. Η άποψη μας άλλαξε μετά τη διαβούλευση με τους πολίτες, τους φορείς και τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων και σήμερα αναζητούμε το συλλογικό φορέα που θα κάνει την διαδικασία επαρκώς δημοκρατική και διάφανη. Έχουμε προτάσεις στο τραπέζι και θα θέλαμε να τις δούμε να υλοποιούνται. Όμως δεν θα νομοθετήσουμε υπέρ μιας λύσης. Θα συνεργαστούμε με όποιον μας πείσει για την φερεγγυότητα του, και τη δυνατότητά του να εκπροσωπήσει το χώρο».

Τέλος, ο κ. Γερουλάνος αναφέρθηκε εκτενώς στην απόφαση ότι ο υπουργός θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την επιλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ενός οργανισμού ώστε να προστατεύεται ο έλληνας φορολογούμενος. «Αυτό έγινε για δύο λόγους αρχής. Ο πρώτος λόγος αφορά την διαδικασία χρηματοδοτήσεων και βραβεύσεων που είχε απαξιωθεί στο παρελθόν διότι ο βραβευμένος μιας χρονιάς γινόταν κριτής της επόμενης και ο χρηματοδοτούμενος μιας χρονιάς γινόταν χρηματοδότης την επόμενη. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν τα χρήματα αυτά ήταν χρήματα ενός συλλογικού φορέα. Αλλά ήταν χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου. Έπρεπε να βάλουμε τέλος σε αυτή τη συναλλαγή». Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ως τώρα ενώ θα έπρεπε, ποτέ δεν λογοδότησε ο εκάστοτε Υπουργός για τα χρήματα αυτά. «Μέσα από ένα περίπλοκο σχήμα Υπουργών, Γενικών Συνελεύσεων, Προεδρείων, Διοικητικών Συμβουλίων κλπ. η ευθύνη χανόταν. Αν ρωτήσεις σήμερα ποιος ευθύνεται που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οφείλει εκατομμύρια, κανείς δεν θα σηκώσει το χέρι του. Όλοι θα δείχνουν ο ένας τον άλλον. Συνευθύνη στα εύκολα και ανευθυνότητα στα δύσκολα είναι η φόρμουλα που εξασφαλίζει την αδιαφάνεια και την απουσία λογοδοσίας».

«Για την Αθηνά, αλλά και κάθε δημιουργό στην Ελλάδα» κατέληξε ο κ. Γερουλάνος, «η δική μας πολιτική ανευθυνότητα μεταφράζεται σε μια φράση που φαντάζομαι έχει ακούσει πολλές φορές στην ζωή της. Την ανέφερε και ο Πρωθυπουργός στην ΔΕΘ: «Όχι. Δεν γίνεται». Δεν υπάρχει κόμμα, εκπρόσωπος του οποίου, να μην έχει αναφερθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας: Την απελπισία των νέων και την νέα μετανάστευση. Την πεποίθηση των νέων ότι δεν θα έχουν ευκαιρία να δημιουργήσουν αυτό που ονειρεύονται ή ότι για να το δημιουργήσουν θα πρέπει να πάνε σε μια άλλη χώρα. Την πεποίθηση ότι πράγματι στην Ελλάδα τίποτα «δεν γίνεται». Αλήθεια πόσους ακόμα Έλληνες δημιουργούς, επιστήμονες, επιχειρηματίες έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε

«Όλοι μας κάπου χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται«»