Υπέρ της δημοσιοποίησης των απορρήτων εγγράφων της αμερικανικής διπλωματίας από την ιστοσελίδα WikiLeaks τάσσεται ο πρώην διευθυντής των «Σάντεϊ Τάιμς», Χάρολντ Εβανς, σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύθηκε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Υιοθετώντας τον ρόλο του «δικηγόρου του διαβόλου», ο Εβανς παρουσιάζει αρχικά τις «σκοτεινές πλευρές» του WikiLeaks, για να καταλήξειωστόσο, μετά από μία σειρά επιχειρημάτων,στο συμπέρασμα ότι «ορθώς οι εφημερίδες δημοσιεύουν εκτεταμένα αποσπάσματα των απορρήτων εγγράφων».
Ο χαρακτήρας του Τζούλιαν Ασάνζ δεν συμβάλλει στη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης, γράφει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» Εβανς, πρώην διευθυντής των Σάντεϊ Τάιμς, πρώην πρόεδρος του εκδοτικού οίκου Random House και συγγραφέας του «My Paper Chase». Είναι σαφές ότι το κίνητρο του ίδιου και των συνεργατών του δεν είναι το δικαίωμα του λαού να γνωρίζει. Αλλωστε δεν αποκαλύπτουν καμιά συνωμοσία τύπου Ουότεργκεϊτ. Η φιλοδοξία τους είναι απλώς να πλήξουν την Αμερική με όποιο τρόπο μπορούν. Και οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι. Η δημοσιοποίηση 76.000 στρατιωτικών εγγράφων για το Αφγανιστάν, για παράδειγμα, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των Αφγανών που έδιναν πληροφορίες στους Αμερικανούς.
To πρώτο κριτήριο για να αποφασίσει ο διευθυντής μιας εφημερίδας αν θα δημοσιεύσει μια πληροφορία – και, πολύ περισσότερο, έναν ποταμό πληροφοριών – είναι η αξιοπιστία. Oταν ο αρθρογράφος των Νιου Γιορκ Τάιμς Αμπι Ρόζενταλ άρχισε να ξεφυλλίζει τους 47 τόμους των Εγγράφων του Πενταγώνου, που αφορούσαν την περίοδο 1954-68, ο ενθουσιασμός του έδωσε γρήγορα τη θέση του στην αμφιβολία. «Ο μεγαλύτερός μου εφιάλτης», θα έλεγε αργότερα, «ήταν μήπως τα είχαν γράψει μερικοί φοιτητές που έπαιζαν τον ΜακΝαμάρα και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου».
Στην περίπτωση των διπλωματικών εγγράφων που δημοσιεύονται τις τελευταίες ημέρες από την WikiLeaks, μπορεί κανείς να υποθέσει από τις επίσημες αντιδράσεις ότι είναι γνήσια. Δεν μπορεί κανείς βέβαια να γνωρίζει αν αυτά που έχουν διαρρεύσει αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου. Οι χαρακτηρισμοί των διαφόρων ηγετών είναι τυχαίοι ή εντάσσονται σε μια λογική; Η ενημέρωση, για να έχει νόημα, πρέπει να τοποθετείται σε ένα πλαίσιο.
Οι παραπάνω λόγοι δεν είναι αρκετοί όμως για να απορρίψει ο διευθυντής μιας εφημερίδας αυτό το υλικό ή για να παραπέμψουν οι ΗΠΑ τον Ασάνζ σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Ιστορικά είναι τα λόγια του προέδρου του αμερικανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου Χιουζ όταν απάλλασσε το 1931 με ψήφους 5-4 τον Τζέι Νιρ, έναν αντισημίτη και ρατσιστή που είχε αποκαλύψει ένα σκάνδαλο στη Μινεσότα: «Τα δικαιώματα των αρίστων εξασφαλίζονται μόνο όταν προστατεύονται τα δικαιώματα των πλέον αχρείων και ποταπών». Οι επιθέσεις εναντίον δημοσίων προσώπων έπρεπε να καταδικαστούν, αλλά ο Τύπος παρέμενε ένα βασικό εργαλείο για την προστασία του κοινού.
Και αυτό ισχύει κατ’εξοχήν για διεθνή θέματα. «Oταν απουσιάζει ο κυβερνητικός έλεγχος», έγραψε ο δικαστής Πότερ Στιούαρτ για την ίδια εκείνη υπόθεση, «ο μόνος αποτελεσματικός περιορισμός σε θέματα εθνικής άμυνας και διεθνούς πολιτικής τίθεται από μια ενημερωμένη και κριτική κοινή γνώμη, που αυτή και μόνον αυτή μπορεί να προστατεύσει τις αξίες μιας δημοκρατικής κυβέρνησης».
Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να διαμορφωθεί εύκολα μια «ενημερωμένη και κριτική κοινή γνώμη» όταν τα πατριωτικά συναισθήματα παρασέρνουν τον Τύπο, όπως έγινε στην Αμερική τις παραμονές του πολέμου στο Ιράκ.
Ορθώς λοιπόν οι εφημερίδες δημοσιεύουν εκτεταμένα αποσπάσματα των διπλωματικών εγγράφων, γράφει ο Εβανς. Οι χαρακτηρισμοί των ξένων ηγετών μπορεί να κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη για τους διπλωμάτες, αλλά όποιος διαβάζει προσεκτικά αυτά τα επεξεργασμένα έγγραφα δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από τις προσπάθειες της αμερικανικής διπλωματίας για ειρήνη και ασφάλεια. Όπως έγραψε στο Daily Beast ο Λες Γκελμπ, επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations, «αν αφαιρέσουμε τα κουτσομπολιά, βλέπουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσπαθούν με σοβαρό και επαγγελματικό τρόπο να λύσουν τα προβλήματα του πλανήτη – και ταυτόχρονα να στερούνται της δυνατότητας να επιβάλουν λύσεις».