Κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι, τόσο καιρό, χάνουμε το δάσος για το δέντρο. Μιλάμε διαρκώς για τα ελλείμματα και τα χρέη και πελαγοδρομούμε μέσα τους, όταν η ουσία του προβλήματος – όχι του ελληνικού, του ευρωπαϊκού – είναι αλλού. Είναι ότι η Ευρώπη υποφέρει θανάσιμα από μια διπλή βαθιά κρίση. Κρίση ταυτότητας και κρίση ηγεσίας που, μάλιστα, είναι αλληλένδετες, καθώς η δεύτερη, μέσα σε λίγους μήνες, γέννησε μέσα από τις στάχτες της την πρώτη.

Αρνούμαστε να κοιτάξουμε το γεγονός ότι όλη αλυσίδα δημοσιονομικών εκτροπών από το Σύμφωνο Σταθερότητας που ξεκίνησε από την Ελλάδα, συνέχισε, με άλλα χαρακτηριστικά στην Ιρλανδία και επεκτείνεται τώρα, επίσης με ιδιαιτερότητες, στην Ιβηρική και αύριο ίσως στην Ιταλία, δεν ήταν παρά το σοκ που αποκάλυψε το ενδογενές ευρωπαϊκό αδιέξοδο. Όμως, δεν πρέπει να υπάρχει πια αμφιβολία ότι οι αυριανοί μελετητές αυτής της κρίσης θα απορούν μη μπορώντας να εξηγήσουν πώς χάσαμε από τα μάτια μας τη θέαση του προφανούς. Περισσότερο ψυχολόγοι και λιγότερο οικονομολόγοι θα επιστρατεύονται από τους ιστορικούς για να κατανοήσουν την εποχή μας και την άρνησή της να κοιτάξει κατάματα το ψέμα της Ευρώπης, που συνίσταται σε μια απλή αλήθεια: ότι λέμε πώς είμαστε ενωμένοι, ενώ δεν είμαστε.

Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή: ο πρόεδρος του Γιουρογκρούπ, δηλαδή των χωρών του κοινού νομίσματος και ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας, ζητούν από κοινού ευρωομόλογο. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Πορτογάλος στην καταγωγή, επίσης. Κι ο Γάλλος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αγοράζει ευρωπαϊκό χρέος περίπου «κάτω απ’ το τραπέζι».

Όμως, το Βερολίνο αντιδρά. Όχι απλώς δεν συμφωνεί, αλλά θέλει το ακριβώς αντίθετο. Και το θέλει με πάθος κι επιμονή πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Δεν βλέπει κανένα άλλο πρόβλημα από το γεγονός ότι κάποιες χώρες ξέφυγαν από τους στόχους. Και η καγκελαρία στο Τιργκάρτεν, δεν ασχολείται καν με το ενδεχόμενο, πέρα από τα προβλήματα που όντως έχουν αυτές οι χώρες, ταυτόχρονα, να έχουν πρόβλημα – και μάλιστα ακόμα μεγαλύτερο – οι ίδιοι οι στόχοι. Και δεν απασχολείται από τέτοιες σκέψεις για έναν απλό λόγο: επειδή ο ηγεμονισμός του Βερολίνου δεν έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή πορεία, αλλά με τη γερμανική.

Αυτή ακριβώς είναι λοιπόν η κρίση ταυτότητας. Ότι οι εθνικοί στόχοι και οι εθνικές αδυναμίες δεν υποκαταστάθηκαν τελικά ποτέ από κάποια νέα ευρωπαϊκά τους αντίστοιχα. Τώρα λοιπόν που τα πράγματα έσφιξαν όσο ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες, τον πρώτο λόγο έχουν τα άμεσα εθνικά συμφέροντα κι όχι το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον. Όλοι κοιτούν τον εαυτό τους και ουδείς τη φενάκη της ενωμένης Ευρώπης. Κάτω από την πρωτοφανή πίεση βγαίνει η αλήθεια των κρατών πίσω από τα πολυάνθρωπα σχήματα με τις επιτροπές, τα συμβούλια και τους μεταφραστές: οι Γερμανοί προβάλλουν τον αχαλίνωτο ηγεμονισμό τους, που απαιτεί πλήρη υποταγή όλων των άλλων σε εκείνο που εκείνοι θέλουν και μπορούν να κάνουν, αδιαφορώντας πλήρως για την πραγματικότητα. Οι Γάλλοι οχυρώνονται στον ρόλο του εν δυνάμει ενδιάμεσου. Όχι επειδή δεν έχουν ακόμα αποφασίσει με ποια μεριά θα πάνε στη σύγκρουση, αλλά επειδήδεν νιώθουν ότι έχουν ακόμα τη δύναμη να αντιπαρατεθούν με το Βερολίνο κι επιχειρούν να κερδίσουν χρόνο. Και οι χώρες που βλέπουν το κακό να τους έρχεται, ή, πολύ περισσότερο εκείνες που ήδη τους ήρθε, τα έχουν χαμένα και δεν μιλάνε, την ώρα που είναι αντιμέτωπες με συνθήκες κοινωνικής έκρηξης…

Όταν, πριν λίγους μήνες ξεκίνησε όλη αυτή η περιδίνηση, ήταν περίπου αιρετικός, αν όχι και αφελής, όποιος επεσήμαινε ότι η κρίση είχε άλλα χαρακτηριστικά από αυτά που φαίνονταν δια γυμνού οφθαλμού. Σήμερα, οι αυταπάτες έχουν πλέον τελειώσει. Τι μεσολάβησε; Μα οι ανύπαρκτες ευρωπαϊκές ηγεσίες. Εκείνες είναι που «επικύρωσαν» ότι η κρίση ήταν τελικά κρίση ταυτότητας κι όχι κρίση δημοσιονομικής προσαρμογής. Θέτοντας ως μόνες πραγματικές προτεραιότητες εκείνες που υπαγόρευαν οι εθνικοί τους στόχοι, οι ηγεσίες των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών αποδείχθηκαν αδιάφορες και, εν τέλει, ανάξιες να οδηγήσουν το περίπλοκο αυτό σύστημα μέσαστην καταιγίδα. Ακριβώς επειδή υπήρξε διάσταση ανάμεσα στην επίσημη «ευρωπαϊκή» και την πραγματική «εθνική» πολιτική τους, έχασαν πάρα πολύ χρόνο και χρήμα και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μιας πλήρους διάλυσης του οικοδομήματος του κοινού νομίσματος. Αυτό έχει γίνει μέχρι σήμερα. Και που θα οδηγήσει; Κανείς δεν είναι μάντης. Μπορεί να τους φωτίσει ο θεός και, την τελευταία στιγμή, να δουν το κακό που κάνουν. Όμως, μέχρι σήμερα, αρνούνται πεισματικά. Και αύριο θα είναι πια, πιθανότατα, αργά.

gmalouchos@tovima.gr

ΕΡΑ/ S. SΑΒΑWΟΟΝ ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ