Τομπουρλέσκ, είδος που ξεκίνησε με τη μορφή μικρών σκετς στριπτίζ ανάμεσα στα διαλείμματα θεατρικών κωμωδιών τον 19ο αιώνα και έγινε δημοφιλές στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 ως παρηκμασμένο είδος βαριετέ, επανήλθε τη δεκαετία του 1990 ως προέκταση της vintage κουλτούρας. Χιούμορ, αισθησιασμός και εκκεντρικότητα προσαρμόστηκαν σε χυμώδη, πολλές φορές «στραβοχυμένα» γυναικεία σώματα, η εικόνα των οποίων ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνη των συμβατικών προτύπων ομορφιάς στις πασαρέλες των pret-a-porte και στα εξώφυλλα των glossy περιοδικών μόδας. Με δάνεια από τις «μοιραίες» γυναίκες του φιλμ νουάρ και το παραδοσιακό μιούζικ χολ, στρουμπουλές κυρίες με βαμμένο μαλλί, έντονο μακιγιάζ, τεράστιες βλεφαρίδες και σώματα γεμάτα τατουάζ, επανήλθαν στα καμπαρέ ως ιέρειες της «βρώμικης» πλευράς του αισθησιασμού, που από μόνη της απέκτησε ένα προσωπικό στυλ.
Αυτός είναι ο κόσμος που περιγράφει στην ταινία του «Τουρνέ στο Παρίσι» ο γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Ματιέ Αμαλρίκ («Το σκάφανδρο και η πεταλούδα»), κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του Ζοακίμ, του μάνατζερ μιας ομάδας κοριτσιών του new burlesque σε περιοδεία. Το φιλμ ακολουθεί την ιστορία τους από το ένα κλαμπ στο άλλο, από το ένα παράδοξο νούμερο στο άλλο και με προορισμό το Παρίσι, όπου ο μάνατζερ θα προσπαθήσει να κλείσει όχι μόνον το θέατρο όπου τα κορίτσια πρόκειται να κάνουν την παριζιάνικη πρεμιέρα τους αλλά και τους προσωπικούς λογαριασμούς με το παρελθόν του (είναι πρώην παραγωγός της τηλεόρασης).
Ο Αμαλρίκ θέλει να εισχωρήσει βαθιά στον κόσμο αυτών των κοριτσιών, να τον περιγράψει με όσο το δυνατόν πιο ζωηρά χρώματα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι το «Τουρνέ» (εμπνευσμένο από δίηγημα της Κολέτ) φλερτάρει με το είδος του ντοκυμαντέρ, κυρίως σε ό,τι αφορά την καταγραφή των παραστάσεων του new burlesque, γυρισμένες σε αυθεντικούς νυχτερινούς χώρους που φιλοξενούν τέτοια σόου. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης φροντίζει ώστε η προσωπική ιστορία του Ζοακίμ, ο οποίος συμπεριφέρεται με πατρική στοργή στα κορίτσια του, να δίνει στην ταινία τον δραματουργικό ρυθμό που χρειάζεται. Τα νούμερα με τα σκετς είναι τα διαλείμματα στην ιστορία και έτσι το «Τουρνέ» δεν εξαντλείται. Το ενδιαφέρον είναι ότι για τα κορίτσια η καθημερινότητα δείχνει να βρίσκεται στον αέρα, αντιμετωπίζουν τη ζωή ανάλαφρα, λες και αποτελεί μέρος των σόου τους- ως τη στιγμή βέβαια που τα πράγματα σκληραίνουν και τα ρεαλιστικά προβλήματα που προκύπτουν τα κλονίζουν. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που τελικά το φιλμ σε αφήνει με μια γεύση πίκρας στο τέλος, την πίκρα της αβεβαιότητας του μέλλοντος, όταν τα σώματα των κοριτσιών θα έχουν πια πλαδαρέψει και η ζωντάνια τους θα είναι μειωμένη.