Την πρωτοείδε στο Νέο Φάληρο. Εκείνος γεννημένος στον Πειραιά από οικογένεια χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, εκείνη μεγαλοαστή με πατέρα βιομήχανο και με πατρικό ένα υπέροχο νεοκλασικό του Τσίλλερ, το οποίο σήμερα έχει κατεδαφιστεί. Η κόρη Σβορώνου που φοιτούσε στο Κολλέγιο έκανε μεγάλη εντύπωση στον νεαρό Δημοσθένη Κοκκινίδη. Λίγα χρόνια αργότερα οι δρόμοι τους ξανασυναντήθηκαν στην ΑΣΚΤ.

Οταν ο Κοκκινίδης τελείωνε τη Σχολή, η Πέπη Σβορώνου ήταν στο δεύτερο έτος. Ο ζωγράφος θυμάται πολύ καλά τις δύσκολες εποχές της δεκαετίας του ΄50, «όταν έκοβα τα τσιγάρα στη μέση για να μου φτάσουν». Το μισό τσιγάρο που κέρασε τη συμφοιτήτριά του σε ένα ταξίδι στη Λέσβο, όπου είχαν πάει με προτροπή του καθηγητή του Πολυτεχνείου, αρχιτέκτονα Παύλου Μυλωνά για να μελετήσουν τη λαϊκή τέχνη, ήταν αυτό που έδωσε το έναυσμα για έναν δεσμό με διάρκεια πάνω από μισό αιώνα.

«Πενήντα χρόνια. Μαζί στην τέχνη» είναι ο τίτλος του διπλού εκθεσιακού αφιερώματος του Μουσείου Μπενάκη που περιλαμβάνει δείγματα της δουλειάς των καλλιτεχνών και συζύγων. Μια ξεχωριστή ενότητα αναφέρεται στα ζωγραφιστά φορέματα με βιομηχανικά χρώματα που δημιούργησαν ο Κοκκινίδης και η Σβορώνου και έφθασαν ως την τελετή απονομής των Οσκαρ, φορεμένα από προσωπικότητες της εποχής.

Εναν χρόνο μετά την ανάληψη της διεύθυνσης του καλλιτεχνικού τμήματος του Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας από τον Δημοσθένη Κοκκινίδη η Πέπη Σβορώνου εντάσσεται στο δυναμικό του. Και μαζί με τον σύντροφό της πηγαίνουν στην Ιταλία για μετεκπαίδευση στο design. «Ηταν η εποχή που η νεωτερικότητα είχε ξεσηκωθεί σε όλες τις εφαρμογές της» θυμάται ο Δημοσθένης Κοκκινίδης. Το ζευγάρι συνδέεται με διάσημους designers, εντρυφεί στα ρεύματα του εξωτερικού και, όταν επιστρέφει, έρχεται αντιμέτωπο με μια γραφειοκρατία, ενορχηστρωμένη από ανθρώπους της Αυλής, η οποία δεν άφηνε καμία καινούργια ιδέα να προχωρήσει στον Οργανισμό.

Ο Κοκκινίδης αποφασίζει να παραιτηθεί και να κάνει μια δουλειά από κοινού με την Πέπη. Αφορμή, ένα φόρεμα ζωγραφιστό στο χέρι που είχαν δει στην Ιταλία. «Πηγαίνω στην Βayer,παίρνω τα χρώματα και κάνω δοκιμές πάνω σε βαμβακερό της Πειραϊκής- Πατραϊκής. Τα ατμίζω στο σπίτι της Πέπης- δεν είχαμε παντρευτεί ακόμη- και της λέω να βρει μια μοδίστρα να μου κόψει ένα πατρόν. Τα τελαρώνω όπως τα τελάρα της ζωγραφικής και κάνω πειράματα. Υστερα από καμιά δεκαπενταριά μέρες τής λέω να βρει κι άλλα μοντέλα να κόψουμε συνέχεια.Βρίσκει τα μοντέλα η Πέπη και πέφτουμε και οι δυο μαζί στη δουλειά».

Αποτέλεσμα, να δημιουργηθεί μέσα σε δυόμισι μήνες μια ολοκληρωμένη συλλογή 80 φορεμάτων. Πρωτοπαρουσιάζεται σε ένα νεοκλασικό στην οδό Βουλής. «Εγινε χαμός.Ηρθε η Βλάχου και πήρε φόρεμα,ήρθε η πριγκίπισσα Σοφία και πήρε κι αυτή φόρεμα. Γέμισαν τα εξώφυλλα των περιοδικών:“Ταχυδρόμος”, “Γυναίκα”,“Εικόνες”…Φόρεσε η Ειρήνη Παπά,η Ντάνιελ Λόντερ,που ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα,μαζί με την Εφη Μελά.Κι από εκεί…ξεφαντώσαμε. Πήραν τα καταστήματα“Στρογγυλός”, πήρε η μπουτίκ του Χίλτον που πουλούσε φορέματα μόνο για τους Αμερικάνους».

Μετά ήρθε η σειρά της Νέας Υόρκης. Η Πέπη Σβορώνου φεύγει με δύο βαλίτσες για τις ΗΠΑ και επιστρέφει με παραγγελίες 200 φορεμάτων. Ανάλογες παραγγελίες γίνονται σε χώρες της Ευρώπης: τα περίφημα ζωγραφιστά φορέματα από μετάξι και κοτόν με τα έντονα βιομηχανικά χρώματα της Βayer κάνουν πανευρωπαϊκώς θραύση. «Η προσπάθειά μας ήταν καινοτόμος για να τη δεχθούν τόσο διαφορετικές κοινωνίες» λέει ο Δημοσθένης Κοκκινίδης. Και η πελατεία; «Η μεγάλη κυρία του κινηματογράφου Μισέλ Μοργκάν σχεδόν τα απέσπασε με βία από τις κρεμάστρες σε έκθεση που κάναμε στο Παρίσι, ενώ η Λι Ράτζβιλ πήγε με φόρεμα της Πέπης στα Οσκαρ του Λος Αντζελες».

«ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΟΒΗΘΗΚΕ»
Η επιχείρηση με τα ζωγραφιστά φορέματα βοήθησε τον Δημοσθένη Κοκκινίδη και την Πέπη Σβορώνου να ορθοποδήσουν οικονομικά.Η αντιστασιακή ζωγραφική του Κοκκινίδη δεν θα μπορούσε να ήταν ποτέ πηγή εσόδων.«Από τη ζωγραφική θα ζούσα; Δεν υπήρχε περίπτωση.Εκανα έκθεση αφιερωμένη στον πόλεμο του Βιετνάμ το 1967,έναν μήνα πριν γίνει το πραξικόπημα στην οδό Μέρλιν, και δεν πούλησα ούτε μισό έργο. Εξω από την αίθουσα τέχνης έκαναν διαδηλώσεις οι ακροδεξιοί.

Και μου λέει η γκαλερίστα:“Δεν πουλήσαμε ούτε ένα έργο,να το κλείσουμε γιατί θα μας το σπάσουν το μαγαζί”.Ακόμη και η κριτική φοβήθηκε».Η «ιστορία» με τα φορέματα κράτησε ως το 1979. Τρία χρόνια μετά την ανάληψη έδρας στη Σχολή Καλών Τεχνών από τον Κοκκινίδη,η οικογένεια είχε λύσει και με το παραπάνω τα οικονομικά της προβλήματα. «Τότε είπα στην Πέπη να σταματήσει και να αφιερωθεί στη ζωγραφική».

Ετσι κι έγινε.Για τα επόμενα περίπου 20 χρόνια οι δύο ζωγράφοι έζησαν και δημιούργησαν μαζί, ενώ έκαναν πολλές εκθέσεις.Η αντίληψή τους για την τέχνη ήταν διαφορετική, αλλά η ζωή τους υπήρξε αρμονική και ευτυχισμένη.Ωσπου το 2004 ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας αναγκάζει την Πέπη Σβορώνου να σταματήσει να δημιουργεί.«Η Πέπη ζωγραφίζει καλύτερα από μένα»σημειώνει η Δημοσθένης Κοκκινίδης. «Εχει πιο πολλή “ψυχή” από εμένα.Η δουλειά τηςωστόσοδεν ήταν τόσο προσιτή στα γούστα του ελληνικού κοινού».

Οταν ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς ζήτησε από τον Δημοσθένη Κοκκινίδη να κάνει μια αναδρομική έκθεση,εκείνος αρνήθηκε να περιλαμβάνει μόνο δικά του έργα.«Εμένα με ξέρουν.Δεν έχω ανάγκη να κάνω αναδρομική. Ανάγκη να κάνει αναδρομική έχει η Πέπη.Γι΄ αυτό αποφασίσαμε να δείξουμε μαζί τη δουλειά μας και ταυτόχρονα να παρουσιάσουμε μια δουλειά που ήταν καινοτόμος για την Ελλάδα και το εξωτερικό».

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
«Πέπη Σβορώνου- Δημοσθένης Κοκκινίδης.50 χρόνια. Μαζί στην τέχνη»,Μουσείο Μπενάκη- Κτίριο Οδού Πειραιώς,www.benaki.gr, από 10/12 ως 6/2/2011