Περισσότεροι από εξακόσιοι άνθρωποι, πάνω από τους μισούς όρθιοι, να ακούν και να βλέπουν από βίντεο γουόλ, επί περισσότερο από δυόμισι ώρες. Χωρίς να κουνηθεί κανείς. Αυτή ήταν χθες το μεσημέρι η εικόνα στην ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Ιδρυμα Κακογιάννη, όπου παρουσίασε την ίδρυση κίνησης ανεξάρτητων πολιτών.

Ηταν μια εικόνα παράξενη, που κάτι εγκυμονούσε. Τι; Πάντως όχι πολιτικό κόμμα: ήταν το πρώτο που είπε ξεκάθαρα ο συνθέτης. Δεν κάνει κόμμα. Δεν κάνει ούτε καν ένα οργανωμένο κεντρικά, γύρω από τον ίδιο, σχήμα με γραφεία, γραμματείες, οφίκια και ατέλειωτα μίτινγκ… Ολα αυτά τα είπε ξεκάθαρα. Ναι, αλλά τότε τι κάνει;

Οποιος ήταν εκεί, δεν έμεινε με την απορία. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα τέτοιο «εύκολο» και ίσως «πολλά υποσχόμενο» διά ταύτα, που θα ικανοποιούσε ενδεχομένως και την αυτονόητη ανάγκη «έτοιμης λύσης» πολλών από το ακροατήριο, ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε αυτό ακριβώς που έλεγε ο τίτλος της ομιλίας του, που την ονόμασε «Σπίθα». Επιχείρησε να βάλει μια «σπίθα» αφύπνισης, καλώντας όλους όσους αγγίζει αυτός ο προβληματισμός του, να δουν εκείνοι τι μπορούν να κάνουν. Να οργανώσουν οι ίδιοι διάλογο, συζήτηση, προσπάθεια στον τόπο του ο καθένας, εκεί που εργάζεται ή εκεί που σπουδάζει. Να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα των περιστάσεων και να επιχειρήσουν να αποκτήσουν λόγο στα όσα συμβαίνουν σήμερα. Τον δικό τους λόγο _ αν και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μια ξεκάθαρη προτροπή, όπως την είχε εκφράσει άλλωστε προ δύο εβδομάδων με το ομότιτλο άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής»: Ανυπακοή…

Εγιναν πολλά σε αυτές τις δυόμισι ώρες και ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν και πού όλα αυτά θα καταλήξουν. Τα πιο ενδιαφέροντα, πάντως, είναι δύο: Πρώτον, το πόσοι νέοι άνθρωποι ήταν εκεί και παρακολουθούσαν αυτή την «ομιλία-ποταμό». Το δεύτερο είναι ότι πέρα από τις θέσεις που επί τόση ώρα ανέπτυσσε ο Μίκης Θεοδωράκης για όλο το εύρος των μεγάλων θεμάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, θέσεις με τις οποίες μπορεί να διαφωνεί ή να συμφωνεί κανείς, υπήρχε κάτι πιο σημαντικό: η έκφραση μιας γνήσιας, πρωτογενούς κοινής αγωνίας και μιας αίσθησης κοινής ευθύνης για το κοινό μέλλον, αίσθηση που έδειξε να υπερκαλύπτει ακόμη και αυτή τη διαφορετικότητα των απόψεων. Δηλαδή, αίσθηση αφύπνισης της πιο ουσιαστικής λειτουργίας του πολίτη στις ιδεώδεις δημοκρατίες, ουτοπικές και άμεσες, όπως τις διαβάζουμε στα βιβλία, αλλά όπως δεν τις είδαμε και, κυρίως, δεν τις διεκδικήσαμε ποτέ.

gmalouchos@tovima.gr