Φανταστείτε αυτή τη σκηνή: ένα μωρό περίπου τριών μηνών έχει το βλέμμα σταθερά προσηλωμένο στο πρόσωπο της μητέρας του που βρίσκεται κοντά στο δικό του. Αυτή τού κάνει γκριμάτσες, ανοίγει τα μάτια περισσότερο, υψώνει το ένα φρύδι, βγάζει τη γλώσσα της. Η εναλλαγή των δράσεων στο πρόσωπο της μητέρας προκαλεί την ανταπόκριση του μωρού που κουνά έντονα τα χεράκια και τα ποδαράκια του, ενώ χαμογελά με ευχαρίστηση. Αυτή η πρώιμη επικοινωνία του παιδιού με τη μητέρα (αλλά και τα άλλα άτομα που το φροντίζουν) είναι καθοριστικής σημασίας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξή του, λέει ο Μelvin Κonner, καθηγητής Ανθρωπολογίας, ιθύνων νους του προγράμματος νευροεπιστημών και συμπεριφορικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Εmory και συγγραφέας του βιβλίου «Τhe Εvolution of Childhood».

«Σιγά τα φρέσκα νέα!» σας ακούω να λέτε οι αμφισβητίες, και καλά κάνετε: μας τα είπε αυτά ο Ρiaget, μας τα είπε ο Vygotsky, μας τα είπε ο ίδιος ο Δαρβίνος (στο βιβλίο του «Τhe Εxpression of the Εmotions in Μan and Αnimals», 1872). Για να μη μιλήσουμε για γενιές και γενιές ψυχολόγων και μελετητών της ανάπτυξης του παιδιού που επανειλημμένως έχουν τονίσει τη σημασία των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων των πρώτων μηνών της ζωής στην περαιτέρω συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Τι καινούργιο έρχεται να προσθέσει λοιπόν ο έγκριτος καθηγητής με το πόνημά του που αριθμεί 943 πυκνογραμμένες σελίδες;

Ε λοιπόν, ο Κonner έρχεται να μπολιάσει την ψυχολογία με τη δαρβινική σκέψη! Χαρακτηριστική είναι η επισήμανσή του (παράφραση της ρήσης του εξελικτικού βιολόγου Θεοδοσίου Ντομπζάνσκι ότι τίποτε στη βιολογία δεν βγάζει νόημα, παρεκτός ιδωμένο υπό το φως της εξέλιξης) ότι « τίποτε στην παιδική ηλικία δεν βγάζει νόημα παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης.Παρ΄ όλα αυτά,μέχρι πρόσφατα, η ψυχολογία εφαρμοζόταν σαν η εξέλιξη να μην είχε υπάρξει».

«Παντρεύοντας» την ψυχολογία με την εξέλιξη

Η επαφή ενός βρέφους με τη μητέρα και τον πατέρα του είναι καθοριστικής σημασίας για την περαιτέρω πορεία του

Αν το σκεφθεί κανείς σοβαρά, διαπιστώνει ότι αυτό που κάνει ο Κonner στο βιβλίο του είναι τόσο ζωτικής σημασίας ώστε είναι απορίας άξιον πώς δεν είχε γίνει ως σήμερα. Και εξηγούμαι: οι πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, όπως ο δεσμός μεταξύ μητέρας και παιδιού, το φλερτ και η συμβίωση, η επιθετικότητα και η προσπάθεια κυριαρχίας, δεν αποτελούν μόνο το αντικείμενο ψυχολογικών μελετών. Οπως γνωρίζουν βιολόγοι και ανθρωπολόγοι, οι σχέσεις αυτές καθορίζουν την αναπαραγωγική επιτυχία των ανώτερων οργανισμών (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου) και ως εκ τούτου είναι καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση και την εξέλιξη του είδους.

Πώς λοιπόν φθάσαμε ως εδώ; Πώς η εξελικτική και η ψυχολογία βάδισαν σε δρόμους παράλληλους για περισσότερο από έναν αιώνα; Ο Κonner παρέχει κάποιες εξηγήσεις στον πρόλογό του, αλλά αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι ότι επιτέλους έρχεται να καλύψει αυτό το κενό. Και το κάνει αριστουργηματικά. Αρκεί να πούμε ότι ενώ το συμβόλαιό του για τη συγγραφή του βιβλίου προέβλεπε την ολοκλήρωσή του σε τρία χρόνια, ο συγγραφέας χρειάστηκε τρεις δεκαετίες! Σε αυτά τα τριάντα χρόνια ο Κonner συνέχιζε τη δική του ερευνητική δραστηριότητα, ενώ συγκέντρωνε και μελετούσε μια εκτενέστατη βιβλιογραφία (η οποία παρατίθεται στο βιβλίο) από ένα πλήθος πεδίων, από την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία ως τη μοριακή βιολογία, τη γενετική, τις νευροεπιστήμες…

Η διεπιστημονικότητα του Κonner (ο οποίος ξεκίνησε την ερευνητική σταδιοδρομία του ως ανθρωπολόγος μελετώντας πρωτόγονες φυλές, και από ΄κεί πέρασε στη μελέτη του εγκεφάλου, εστιάζοντας πάντοτε στην ανάπτυξη του παιδιού) υπήρξε αναμφίβολα το κλειδί της επιτυχίας στη συγγραφή του βιβλίου του. Χάρη στο επιστημονικό του εύρος, ο συγγραφέας μπόρεσε να συνθέσει ερευνητικά δεδομένα διαφορετικών πεδίων και να γράψει ένα βιβλίο για αυτό που ο ίδιος ονομάζει «συμπεριφορική βιολογία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης» (behavioral biology of psychosocial development). Παρέχοντας αποδείξεις αλληλεπίδρασης γονιδίων και περιβάλλοντος κατά την παιδική ηλικία ο Κonner θέτει τις βάσεις ενός νέου πεδίου και προσκαλεί τους συναδέλφους του να τον ακολουθήσουν. Εγκέφαλος, ορμόνες, γονείς και περιβάλλον
Το βιβλίο δομείται σε τέσσερις ενότητες: εξέλιξη, ωρίμανση, κοινωνικοποίηση και πολιτισμός. Η πρώτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην οντογένεση, στην ανάπτυξη του ατόμου, ιδωμένη από εξελικτική σκοπιά. Τη μερίδα του λέοντος στην ενότητα αυτή καλύπτει η εξελικτική ανάπτυξη του εγκεφάλου, με έμφαση στον εγκέφαλο των πρωτευόντων θηλαστικών και φυσικά του ανθρώπου. Μέσα από έναν τεράστιο όγκο δεδομένων ο Κonner αποκαλύπτει την εξελικτική συνιστώσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ύπαρξη του συστήματος των νευρώνων-καθρεπτών (σελ. 151). Το σύστημα υπάρχει σε ανώτερα θηλαστικά και μέσω αυτού αντιλαμβανόμαστε μια παρατηρούμενη δράση (π.χ. τη ρίψη μιας μπάλας), αλλά και μπορούμε να τη μιμηθούμε (έχει διαπιστωθεί ότι το σύστημα ενεργοποιείται όταν ο παρατηρητής ετοιμάζεται να επαναλάβει τη δράση). Για τον συγγραφέα είναι προφανές ότι η εξέλιξη μας προίκισε με αυτό το σύστημα που με τη σειρά του καθορίζει τη συμπεριφορά μας, αφού εκτός από δράσεις όπως η παραπάνω εμπλέκεται στην κατανόηση των συναισθημάτων των γύρω μας και μας επιτρέπει να συμπάσχουμε.

Η δεύτερη ενότητα είναι εστιασμένη στην ανατομική και φυσιολογική ωρίμανση του νευρικού και νευροορμονικού συστήματος η οποία είναι απαραίτητη για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Τα επί μέρους κεφάλαια αφορούν την ανάδυση της κοινωνικότητας του παιδιού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής, τη σύνδεσή του με τους οικείους αλλά και τους κοινωνικούς φόβους που εμφανίζονται στη συνέχεια, την ολοένα αυξανόμενη γλωσσική δεινότητα και την αφύπνιση της συνειδητοποίησης του Εγώ, την ανάδυση της φυλετικής ταυτότητας και τις διαφορές των δύο φύλων ως προς την επιθετικότητα, τη μετάβαση στη μέση παιδική ηλικία και την ανάπτυξη της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς καθώς και τις υπόλοιπες μεταβολές την εφηβείας.

Στην τρίτη ενότητα, μέσα από συγκριτικές μελέτες τόσο μεταξύ διαφορετικών ειδών (ανθρώπων- πρωτευόντων θηλαστικών), όσο και μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων (πρωτόγονες φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών με ανθρώπους των δυτικών κοινωνιών), ο συγγραφέας αναλύει τη φυλογένεση και την ιστορία του ανθρώπινου είδους. Αφού καταδείξει τη δύναμη των πρώιμων κοινωνικών εμπειριών να αλλάξουν το νευρικό και νευροενδοκρινικό σύστημα (κεφ. 14), ο Κonner αναλύει τον δεσμό μητέραςβρέφους, τη διάχυση της βρεφικήςπαιδικής φροντίδας στις οικογένειες,

τον ρόλο του πατέρα και των άλλων αρσενικών ατόμων στην ανάπτυξη του παιδιού, τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών, τη φυλογένεση του παιχνιδιού, την κοινωνική μάθηση και διδασκαλία, τους λόγους και τις συνέπειες των μεταβαλλόμενων δυναμικών της εφηβείας, καθώς και τον κεντρικό ρόλο του στρες και της συνοχής στις ζωές των παιδιών. Η τελευταία ενότητα αφορά τη συνεξέλιξη γονιδίων και πολιτισμού, διερευνά τη φύση της ανθρώπινης πολιτισμικής ποικιλομορφίας και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μεταφέρεται αλλά και μεταμορφώνει τις ζωές των παιδιών.

Το βιβλίο ολοκληρώνει μια καταληκτική ενότητα με τις προτάσεις του συγγραφέα για διεπιστημονική συνεργασία και φυσικά συνέχιση των ερευνών που θα ρίξουν φως στην εξελικτική συνιστώσα της ανθρώπινης παιδικής συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα επιτακτικός είναι ο Κonner στην προτροπή να μελετηθούν οι εναπομείνασες πρωτόγονες φυλές, καθώς αποτελούν μοναδικές πηγές πληροφόρησης για το πώς έζησε το ανθρώπινο είδος για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του και ως εκ τούτου αποκαλύπτουν τις εξελικτικές ρίζες των συμπεριφορών μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο του Κonner απευθύνεται κυρίως σε ειδικούς. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο δεν θα πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη κανενός παιδοψυχολόγου, ενώ θα εμπλουτίσει σίγουρα το έργο των νευροεπιστημόνων και των ανθρωπολόγων. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημεία του, κυρίως στην ενότητα 3, που σίγουρα δεν θα άφηναν αδιάφορο κανέναν γονιό.

soufleri@tovima.gr

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ!

Τα πιο έξυπνα θηλαστικά είναι τα παιχνιδιάρικα! Σκεφθείτε λοιπόν πως κάθε φορά που αφήνετε τα παιδιά σας να παίξουν πριμοδοτείτε ένα εξελικτικό τους πλεονέκτημα…

Αν και το πόνημα του Κonner δεν εμπεριέχει συμβουλές προς γονείς,μπορεί κανείς να το αξιοποιήσει για να κατανοήσει τη συμπεριφορά των παιδιών και να μεταβάλει τη δική του προς όφελός τους.Αν έπρεπε να περιοριστούμε σε μία και μόνο συμβουλή-συμπέρασμα του βιβλίου,αυτή θα ήταν: Αφήστε τα παιδιά να παίξουν και παίξτε μαζί τους! Οπως τονίζει ο Κonner, το παιχνίδι ενέχει κόστος και επικινδυνότητα.Οχι μόνο αυξάνει τις απαιτήσεις σε φαγητό κατά 5%-10%,αλλά μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς,ειδικά όταν πρόκειται για παιχνίδι σε άγρια περιβάλλοντα όπως ήταν εκείνα των προγόνων μας.Υπό αυτή την έννοια,το παιχνίδι δεν μπορεί παρά να επέφερε κάποιο εξελικτικό πλεονέκτημα στους οργανισμούς που το ανέπτυξαν.Επισημαίνοντας ότι τα παιχνιδιάρικα θηλαστικά (πίθηκοι, δελφίνια,ελέφαντες) είναι τα πλέον έξυπνα,ο Κonner παραθέτει μια σειρά πειστήρια για την επίδραση του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου,τόσο στη διάρκεια της εξελικτικής διαδικασίας όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του κάθε παιδιού.

Μια δεύτερη παρατήρηση-συμπέρασμα του βιβλίου θα μπορούσε να καθησυχάσει τις μητέρες που ανησυχούν με την απροθυμία του δίχρονουτρίχρονου παιδιού τους να παίξει με τους συνομηλίκους του στην παιδική χαρά.Οπως έχουν υπολογίσει τόσο ο ίδιος ο συγγραφέας όσο και άλλοι ανθρωπολόγοι,η πιθανότητα να βρεθούν δύο παιδιά της ίδιας ηλικίας σε ομάδες κυνηγώντροφοσυλλεκτών οι οποίες δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τα 20 με 30 άτομα ήταν πολύ μικρή.Ετσι, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη Γη τα παιδιά δεν έβρισκαν συνομηλίκους για να παίξουν.Αντίθετα,τα μικρότερα ήταν συχνά υπό την προστασία των μεγαλυτέρων,τα οποία επίσης δεν είχαν συνομηλίκους τους να παίξουν και έτσι έβρισκαν ευχαρίστηση στη συναναστροφή και διδαχή των νεαρότερων ατόμων.

Σύμφωνα με τον Κonner«οι σχέσεις μεταξύ συνομηλίκων στην ανθρώπινη παιδική ηλικία είναι σε μεγάλο βαθμό παρενέργεια των εργαστηριακών μελετών και των συνθηκών παιδικής φροντίδας στα προηγμένα βιομηχανικά κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς που οι ψυχολόγοι ονομάζουν “παράλληλο παιχνίδι” ή “συλλογικούς μονολόγους”. Τα μικρά παιδιά δεν είναι “εξοπλισμένα” να σχετίζονται με τους συνομηλίκους τους επειδή ποτέ δεν τους ζητήθηκε να το κάνουν κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ανθρώπινης εξέλιξης».