Είναι δυνατόν να διαπραχθεί λογοκλοπή από ένα ποιητικό κείμενο γραμμένο σε μια ξένη γλώσσα; να κλέψει ένας Ιταλός ποιητής ένα ποίημα (ή από ένα ποίημα) ενός Αγγλου ποιητή, ή ένας Γερμανός το ποίημα ενός Ισπανού; Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Ρένος Αποστολίδης στο περιοδικό του Νέα Ελληνικά κατηγορούσε τον Γιώργο Θέμελη για λογοκλοπή από τον Πωλ Βαλερύ. Σε ένα κείμενό του, αποκαλυπτικό, όπως έγραφε, του εγκλήματος, αντιπαρέθετε στίχους του Γάλλου με στίχους του Ελληνα ποιητή ως αποδεικτικούς της κατηγορίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Τίμος Μαλάνος στο βιβλίο του Η ποίηση του Σεφέρη, μιλώντας για την επίδραση της ποίησης του Ελιοτ στην ποίηση του Σεφέρη, κατέληγε στη βεβαιότητα ότι ο Ελληνας ποιητής «δεν εδημιούργησε, αλλά μετέφερε στην [ποιητική] γλώσσα μας ένα καινούργιο γούστο». Αλλά και σήμερα η άποψη ότι η λογοκλοπή από ένα ξενόγλωσσο ποίημα είναι δυνατή θεωρείται από τους περισσότερους αυτονόητη, αν κρίνουμε από την ανάγκη ενός ποιητή να δώσει εξηγήσεις, επειδή κατηγορήθηκε ότι αντέγραψε στίχους ενός ξένου ποιητή.

Αναφέρομαι στο κείμενο «Περί “λογοκλοπής” και άλλων “ποιητικών αμαρτημάτων”» (που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Ποιητική ), με το οποίο ο εν λόγω ποιητής αντικρούει την κατηγορία ότι ένα μεγάλο μέρος ενός ποιήματός του αποτελείται από στίχους που αντέγραψε από ομότιτλη σύνθεση μιας Καναδέζας (αγγλόφωνης) ποιήτριας. Η αντίκρουση θα ήταν περιττή (ο απαντών λέει σε αυτήν τα αυτονόητα, για όσους γνωρίζουν τι ακριβώς είναι ο ποιητικός λόγος), αν η κατηγορία, που διατυπώθηκε από άνθρωπο ελάχιστα σχετικό με τα ποιητικά, δεν είχε απήχηση και δεν συζητιόταν σοβαρά στους λογοτεχνικούς κύκλους. Καθώς η υπόθεση έχει ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή θεωρήθηκε σοβαρή, θα προσθέσω στην απαντητική επιχειρηματολογία μερικές ακόμη (που θα έπρεπε κι αυτές να είναι αυτονόητες) παρατηρήσεις.

Τι εννοεί κανείς όταν πιστεύει πως ανακαλύπτει ότι ένας ποιητής αντέγραψε τους στίχους ενός ξενόγλωσσου ποιητή; Τι ακριβώς αντέγραψε ο θεωρούμενος λογοκλόπος; Είναι αναμφισβήτητο ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι διαφορετική από τη μη λογοτεχνική γλώσσα, επειδή η υφή της είναι διαφορετική. Μπορεί κανείς να αντιγράψει στη γλώσσα του την υφή ενός ξενόγλωσσου ποιητικού κειμένου;

Διαφορετική υφή της γλώσσας ανάμεσα σε ένα ποιητικό και ένα μη ποιητικό κείμενο σημαίνει ότι τα δύο αυτά κείμενα δεν είναι συντεθειμένα με τον ίδιο τρόπο και γι΄ αυτό λειτουργούν διαφορετικά. Διότι ενώ στο μη ποιητικό κείμενο το νόημα βρίσκεται στα σημαινόμενα των λέξεων, στο ποιητικό κείμενο το νόημα παράγεται από την αλληλοδιείσδυση και συγχώνευση των σημαινομένων με τα σημαίνοντά τους, από την συναίρεση του περιεχομένου των λέξεων με τη μορφή τους. Στην πρώτη περίπτωση η μορφή δηλώνει (παραπέμπει σε) μιαν έννοια· στη δεύτερη περίπτωση η έννοια και η μορφή της αλληλομεταβολίζονται συμπαράγοντας ένα διαυγές κράμα, στο οποίο η μορφή είναι συγχρόνως και περιεχόμενο και το περιεχόμενο είναι συγχρόνως και μορφή. Αυτό το κράμα, που ονομάζεται λογοτεχνικότητα και που μετατρέπει σε ποιητικές τις κοινόχρηστες λέξεις που συνθέτουν το ποιητικό κείμενο, είναι το νόημα- το πραγματικό νόημα- του ποιήματος, ένα νόημα που απορρέει από κάθε στοιχείο και πτυχή του ποιητικού κειμένου, όχι μόνο από τα σημαινόμενά του.

Πώς, λοιπόν, να κλέψεις ένα ποιητικό κείμενο από μια ξένη γλώσσα, αφού το μόνο που μπορείς να «κλέψεις» (να μεταφέρεις) από αυτό στη γλώσσα σου είναι τα σημαινόμενα των λέξεων και των φράσεών του, δηλαδή ένα μόνο στοιχείο της ποιητικής γλώσσας του, το οποίο από μόνο του δεν είναι ποιητικό; και τούτο γιατί κατά τη μεταφορά του στη γλώσσα του μεταφορέα του διαλύεται και χάνεται η ποιητικότητά του: η ακατάλυτη, αρμονική, στη γλώσσα του πρωτότυπου ποιήματος σχέση-ταύτισή του με το σημαίνον του, το οποίο στη γλώσσα του μεταφορέα είναι διαφορετικό. Και ακριβώς επειδή το στοιχείο των σημαινομένων ενός ποιήματος από μόνο του δεν είναι ποιητικό (είναι απλώς ένα από τα διάφορα στοιχεία- εξωκειμενικά και κειμενικά- τα οποία, συνθέτοντας, ποιητικοποιεί ένα ποίημα) η ιδιοποίησή του από έναν άλλο ποιητικό λόγο δεν αποτελεί κλοπή.

Δεν είναι λογοκλοπή, γιατί η εναρμόνιση του «κλοπιμαίου» σημαινομένου του ξένου ποιήματος με τα σημαίνοντα της γλώσσας του «υπεξαιρούντος» είναι μια πράξη δημιουργική, μια ποιητική πράξη. Διότι τα σημαινόμενα (αλλά και ολόκληρο το κείμενο) ενός ξενόγλωσσου ποιήματος δεν μπορούν να αποτελέσουν για έναν ποιητή παρά βιωματικό υλικό, εξίσου νόμιμο με το βιωματικό υλικό από το οποίο αντλεί για να γράψει τα ποιήματά του. Αλλά και η ίδια η μετάφραση ενός ποιήματος προϋποθέτει και μεταπλάθει ένα τέτοιο υλικό: Αν η μετάφρασή του είναι πραγματικά μετάφραση του ποιήματος, αν δηλαδή κατορθώνει να αναπλάσει το πρωτότυπο ποίημα, να αναπαραγάγει το ποιητικό νόημά του, τότε παύει να είναι μετάφραση, αποτελεί ποιητική δημιουργία. Γι΄ αυτό η βεβαιότητα του Μαλάνου ότι ο Σεφέρης μετέφερε στην ποίησή μας ένα ξένο ποιητικό γούστο βρίσκεται σε αντίφαση με την- σωστήάποψή του ότι οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη είναι από τα καλύτερα ποιήματά του.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.