Τελικά η Ελλάδα θέλει ή δεν θέλει να εξευρωπαϊστεί;

Ασφαλώς θέλει όσον αφορά την είσπραξη των τεράστιων κοινοτικών επιδοτήσεων, όπως αυτές που εισέρρευσαν στη χώρα από την εποχή του Ζακ Ντελόρ ως σήμερα. Τι έγινε, όμως, με τις υποχρεώσεις που συνεπάγονταν και εξακολουθούν να συνεπάγονται οι επιδοτήσεις αυτές, όπως και οι νομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα; Τι έγινε με τις μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητο να γίνουν στην οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους για να μπορούν αυτά τα χρήματα να μην πάνε χαμένα; Σύμφωνα πάντως με τους συγγραφείς του βιβλίου Τα όρια του εξευρωπαϊσμού, τον Κέβιν Φεδερστόουν και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, η Ελλάδα στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων δεν έκανε τα απαραίτητα βήματα. Αντίθετα, επί χρόνια έκανε ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω σε ό,τι «επώδυνο» και «δύσκολο» ήταν αναγκαίο να αλλάξει. Ετσι, η πορεία της στην Ευρώπη είναι μια πελώρια αντίφαση, την οποία σήμερα πληρώνουμε πολύ ακριβά. Από τη μία μεριά να θέλουμε να ενταχθούμε σε έναν εξαιρετικά προηγμένο κόσμο, να το πετυχαίνουμε με μεγάλους κόπους, και, από την άλλη, να αρνούμαστε πεισματικά να εφαρμόσουμε τους κανόνες αυτού του κόσμου, οδηγούμενοι σήμερα βίαια στο περιθώριό του…

Το βιβλίο είναι μια τεχνοκρατική αποτύπωση των συνεχών παλινδρομήσεων στη διαδρομή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Οβίαιος εξευρωπαϊσμός

Διαδηλωτές κρατούν πανό με το σύμβολο της απαγόρευσης πάνω στη σημαία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε διαμαρτυρία στο κέντρο της Αθήνας

Γιατί όμως η Ελλάδα δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις; Και πώς εκφράστηκε αυτό; Οι απαντήσεις των συγγραφέων, που συνδυάζουν εντυπωσιακά το θεωρητικό υπόβαθρο με τη βαθιά γνώση της σημερινής Ελλάδας, επικεντρώνονται σε τρία πεδία: το ασφαλιστικό σύστημα, την αγορά εργασίας και, ιδίως, τις ιδιωτικοποιήσεις. Κοινό σημείο τους, η σχεδόν καθολική μεταρρυθμιστική αδυναμία της χώρας. Και τι «βλέπουν» ως υπόβαθρό της; Τη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στην απόπειρα επιβολής ενός έξωθεν προερχόμενου δομικού εξευρωπαϊσμού και στις επίμονες αντιστάσεις του ελληνικού χώρου. Η σύγκρουση αυτή έχει δύο όψεις: τη φανερή, δηλαδή εκείνη που εκφράζουν οι δηλωμένοι αρνητές μιας τέτοιας πορείας, και την κρυφή. Η πικρή ειρωνεία είναι ότι η δεύτερη υπήρξε, όπως αποδείχθηκε, πολύ πιο καθοριστική όσον αφορά το αποτέλεσμα από την πρώτη: γιατί συνιστά την άρνηση ενός ολόκληρου συστήματος να υπηρετήσει στην πράξη όχι εκείνο που αρνήθηκε αλλά εκείνο που είχε δεσμευθεί ότι θα υπηρετήσει. Πρόκειται για την αποτύπωση της ιδιότυπης «διγλωσσίας» της χώρας, που ναι μεν υπέγραψε συνθήκες, εναρμόνισε κανόνες δικαίου, υιοθέτησε επίσημα πολιτικές και στόχους, αλλά, στην πραγματικότητα, τελικά τους «έκρυψε κάτω από το χαλί» και απέφυγε όσο μπορούσε να δώσει τη μάχη που χρειαζόταν για να τους καταστήσει πραγματικό ρυθμιστικό και λειτουργικό πλαίσιο της ζωής της, τόσο στη δημόσια διοίκηση και στην ευρύτερη λειτουργία του κράτους και των κομμάτων όσο και στην αγορά. Η πολιτική κουλτούρα
Για να δοθούν οι απαντήσεις στο μικροσκόπιο της ανάλυσης μπαίνουν η πολιτική κουλτούρα και το πολιτικό σύστημα, το «εκτός κανόνα» μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού, «το μεροληπτικό και ατελές σύστημα παροχών» της χώρας, ο «γόρδιος δεσμός» και «ο δρόμος προς την κόλαση» του Ασφαλιστικού, η καρικατούρα των διαλόγων των κοινωνικών εταίρων, το πλήρες έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγορά εργασίας, ο «γρίφος της ανάπτυξης χωρίς θέσεις εργασίας» , αλλά και ένα υπόδειγμα μιας μεταρρύθμισης που «ολοκληρώθηκε», εκείνης της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που, κατά τους συγγραφείς, πέταξε «με προορισμό το πουθενά»… Και η ίδια η Ευρώπη δεν έχει καμία ευθύνη για όλα αυτά; Οι συγγραφείς καταλήγουν σε μιαν ευρύτερη διαπίστωση που ενδεχομένως αποτυπώνει και τα βαθύτερα αίτια της εξαιρετικά σκληρής πίεσης που δέχεται πλέον η Ελλάδα για βίαιες προσαρμογές. Πιστεύουν ότι το ελληνικό υπόδειγμα όπως διαμορφώνεται μέσα από τη μελέτη των τριών θεματικών πεδίων που προαναφέρθηκαν «θέτει σημαντικά ερωτήματα για την ικανότητα της ΕΕνα διαχειριστεί και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Με άλλα λόγια, λοιπόν, το κεντρικό θέμα του βιβλίου, που αυτή τη στιγμή συμβαίνει να είναι και το κεντρικό θέμα της πορείας της χώρας με άδηλη ακόμη την τελική απάντησή του, χωράει σε λίγες λέξεις: πώς φτάσαμε ως εδώ;

«Σύγκρουση πολιτισμών»

Ο Κέβιν Φεδερστόουν

Ο Κέβιν Φεδερστόουν,ο οποίος γνωρίζει πάρα πολύ καλά την ελληνική πραγματικότητα και μιλάει ελληνικά,διαμόρφωσε τις προτάσεις του για την αναδιοργάνωση του γραφείου του Γιώργου Παπανδρέου στο Μέγαρο Μαξίμου,βασισμένος σε αυτή τη γνώση.Πάντως,η ιδιότητά του ως συμβούλου του Πρωθυπουργού δεν στερεί από το βιβλίο την επιστημονική αντικειμενικότητά του ως προς τις κρίσεις που διατυπώνει για τους προκατόχους του Γ. Παπανδρέου.Δεν είναι λίγα τα σημεία που ασκεί κριτική στην αποτελεσματικότητα των προηγούμενων κυβερνήσεων,αλλά δεν είναι λίγα και εκείνα στα οποία τους αποδίδονται εύσημα, σε βαθμό έκπληξης, όπως,λ.χ.,σχετικά με την αγορά εργασίας: «Τα δύο πρώιμα μεταρρυθμιστικά πακέτα της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν αποτέλεσμα ενός περισσότερο αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδιασμού και μιας πιο δυναμικής προσήλωσης στον στόχο από πλευράς κυβέρνησης».

Το ζήτημα τίθεται ψυχρά και αμείλικτα:«Θέλει η Ελλάδα να εναρμονιστεί με την Ευρώπη;» . Και η απάντηση συμπυκνώνει την ουσία του θέματος ως εξής:«Μια ριζικότερη εναρμόνιση της Ελλάδας με την ατζέντα της ΕΕενδέχεται να απειλήσει εδραιωμένες αξίες,νόρμες και πρακτικές οι οποίες συνδέονται με την ελληνική ταυτότητα.Θέλει η Ελλάδα να επιχειρήσει την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών;Το ερώτημα αυτό αναφέρεται,κατ΄ ουσίαν,σε μια σύγκρουση πολιτισμών». Ασφαλώς,αυτή είναι η πιο πικρή από τις διαπιστώσεις των συγγραφέων.