Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ειδικότερα η μεταρρύθμιση της διδασκαλίας της Ιστορίας, παρ΄ όλο που δεν έχουν τις οδυνηρές επιπτώσεις που έχει η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, η μείωση των μισθών και τα μέτρα λιτότητας, προκαλούν οξύτερες και πολύ πιο φανατικές αντιδράσεις. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό το, σε πρώτο επίπεδο, παράδοξο φαινόμενο, είναι γνωστοί στους ειδικούς και δεν εντοπίζονται μόνο στη χώρα μας. Πριν από κάποιους μήνες, η συντηρητική στροφή της διδασκαλίας της Ιστορίας στο Τέξας είχε προκαλέσει επίσης αντιδράσεις. Οι λόγοι ήταν και εκεί παρόμοιοι και απεικονίζονταν ανάγλυφα στο πανό που κρατούσε μια διαδηλώτρια: «Θέλω να βλέπω τον εαυτό μου μέσα στο εγχειρίδιο Ιστορίας». Η θρησκευόμενη, «πατριωτική» Αμερική της Σάρας Πέιλιν ζητούσε το μερίδιό της στη διδασκαλία της Ιστορίας.

Η άποψη της «εκπροσώπησης» επικρατεί και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος όλων των εγχειριδίων Ιστορίας από ερασιτέχνες αναγνώστες μη τυχόν και έχει παραλειφθεί ή υποβαθμιστεί κάποιος τόπος, οικογένεια, πρόγονος ή πολιτική τάση στην αφήγηση της σχολικής ιστορίας. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει ο παιδαγωγός ή ο ιστορικός ότι είναι αδύνατον να εμφανίζονται σε ένα σχολικό εγχειρίδιο πεπερασμένων σελίδων γεγονότα, πρόσωπα και δεδομένα που θα έπρεπε να καλύπτουν εγκυκλοπαίδειες. Είναι, λοιπόν, ενδιαφέρον ότι, παρά την αυτονόητη αυτή παραδοχή, η συζήτηση εξακολουθεί να μαίνεται γύρω από λεπτομέρειες, τη στιγμή που είναι επίσης γνωστό ότι οι ιστορικές γνώσεις των αποφοίτων του λυκείου είναι πενιχρές, στρεβλές ή, απλώς, ανύπαρκτες. Ο διάλογος γύρω από την Ιστορία γίνεται από ειδικούς, και μη, ερήμην των ιδίων των παιδιών και, δυστυχώς, ερήμην και των εκπαιδευτικών. Γιατί όποιος ρωτούσε, είτε τους μεν είτε τους δε, θα διαπίστωνε ότι καμία από τις λεπτομέρειες για τις οποίες γίνεται η συζήτηση δεν έχει γίνει αντιληπτή από τους μαθητές, ότι τα παιδιά νιώθουν να πνίγονται κάτω από τον όγκο των πληροφοριών και αντιπαθούν το μάθημα της Ιστορίας, το οποίο θεωρούν, στην καλύτερη περίπτωση, άχρηστο. Η αρνητική σχέση με το σχολικό εγχειρίδιο επιδεινώνεται, εξάλλου, από τον τρόπο εξέτασης και βαθμολόγησης. Ενα μάθημα που προορίζεται να καλλιεργήσει την κριτική σκέψη και συνδέεται με την αγωγή του πολίτη εξαντλείται- στο λύκειο τουλάχιστον – σε αποσπάσματα κεφαλαίων, δηλαδή στην περίφημη «εξεταστέα ύλη». Αλλά και στην υποχρεωτική εκπαίδευση η πυκνότητα της ύλης και οι ελάχιστες ώρες που διαθέτει ο εκπαιδευτικός βάσει του ωρολογίου προγράμματος οδηγούν σε ακρωτηριασμό της διδασκαλίας, έτσι ώστε η μεταπολεμική ιστορία να μην καλύπτεται εν τέλει.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Εξι προτάσεις για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός

Οι μαθητές νιώθουν να πνίγονται κάτω από τον όγκο των πληροφοριών και θεωρούν, στην καλύτερη περίπτωση, άχρηστο το μάθημα της Ιστορίας

Δεν είναι παράλογο, άραγε, να επαναλαμβάνεται ευλαβικά τρεις φορές όλη η ελληνική ιστορία, να διδάσκεται βεβαίως ο Λεωνίδας και ο Ιουστινιανός, αλλά οι μαθητές να μη διδάσκονται τίποτα για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου; Και πώς μπορούν να κατανοήσουν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, αν γνωρίζουν μεν τον Κολοκοτρώνη αλλά δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει Ψυχρός Πόλεμος, τείχος του Βερολίνου, διάλυση της Γιουγκοσλαβίας; Αν στόχος της διδασκαλίας της Ιστορίας είναι η κατανόηση του παρόντος και η αυτογνωσία (ποιοι είμαστε, ποια είναι η ταυτότητά μας ή οι ταυτότητές μας), νομίζω ότι κανείς δεν διαφωνεί ότι για τον στόχο αυτόν είναι απαραίτητη η γνώση κατ΄ εξοχήν της πρόσφατης Ιστορίας και μάλιστα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής, και της παγκόσμιας. Τι χρειάζεται λοιπόν για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός της σχολικής ιστορίας;

Πρώτον, να γίνει ενιαίος σχεδιασμός της διδασκαλίας της Ιστορίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση ώστε να μην επαναλαμβάνεται η ίδια ύλη δύο φορές και να δίνεται έτσι η δυνατότητα για μια πιο ευρηματική και σύγχρονη διάρθρωση της διδακτέας ύλης.

Δεύτερον, να καταργηθεί το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο που παράγεται από το υπουργείο Παιδείας. Το σύστημα αυτό δημιουργεί τεράστιο βάρος στους συγγραφείς αλλά καθιστά και την πολιτεία υπόλογη και ευάλωτη απέναντι σε κριτικές, εφόσον υπάρχει «επίσημη», κρατική άποψη για την Ιστορία. Εννοείται ότι το υπουργείο θα είναι υπεύθυνο για τη σύνταξη των αναλυτικών προγραμμάτων και για την έγκριση των εγχειριδίων που θα χρησιμοποιούνται στα σχολεία.

Τρίτον, να επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί ώστε να είναι σε θέση να διδάξουν ένα μάθημα για το οποίο δεν υπάρχει θεσμοθετημένη ειδικότητα (στην καλύτερη περίπτωση διδάσκεται από φιλολόγους, αλλά είναι «δεύτερη ανάθεση» σε πολλές άλλες ειδικότητες).

Τέταρτον, να αλλάξει το σύστημα αξιολόγησης και εξέτασης των μαθητών ώστε να αποσυνδεθεί επιτέλους η Ιστορία από την παπαγαλία.

Πέμπτον, το περιεχόμενο και η μέθοδος της διδασκαλίας της Ιστορίας να προσαρμόζονται στην ηλικία των μαθητών και όχι το αντίθετο. Πολύ συχνά όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ μιας συγκεκριμένης μορφής Ιστορίας επικεντρώνονται μόνο στο περιεχόμενο και αγνοούν τη διδακτική πλευρά.

Εκτον, η σχολική ιστορία να συμβαδίζει με την ακαδημαϊκή ιστορία όπως συμβαίνει με όλα τα υπόλοιπα μαθήματα και τις αντίστοιχες επιστήμες. Νέα γνωστικά πεδία, νέες μέθοδοι, νέα ευρήματα οδηγούν σε συνεχή αναθεώρηση την ιστορική επιστήμη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειάζεται να διδασκόμαστε Ιστορία. Ωστόσο, αυτή η Ιστορία πρέπει να είναι ανοιχτή, ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, που θα περικλείει και δεν θα αποκλείει, που θα δημιουργεί ερεθίσματα για σκέψη και στοχασμό, και που θα έλκει τους μαθητές. Κυρίως θα πρέπει να μπορεί να απαντήσει στο βασικό ερώτημα που θέτουν, δικαίως, τα παιδιά: «Τι τη χρειαζόμαστε σήμερα την Ιστορία;».