Ο Εντι σηκώθηκε συννεφιασμένος από το τραπέζι. Χτύπησε την ατσάλινη γροθιά του στην ξύλινη επιφάνεια και τα μισοάδεια πιάτα χοροπήδησαν με θόρυβο. Είχαν μόλις φάει πάστα ναπολιτάνα. Η Μπέατρις ήταν σπουδαία μαγείρισσα, και αυτή η σπεσιαλιτέ της! Τίποτε, όμως, ούτε καν η αισθησιακή ιταλιάνικη γεύση των αγαπημένων του ζυμαρικών δεν στάθηκε αρκετή να απαλύνει την οργή του.
Η γυναίκα του τον κοίταξε έντρομη. Ο Εντι ήταν καλός άνθρωπος αλλά όταν έφτανε σε σημείο βρασμού τίποτε δεν μπορούσε να τον συνεφέρει. «Αμα την ξαναγγίξει, θα τον σκοτώσω, μ΄ ακούς; Θα τον σκοτώσω!». Η Μπέατρις επέμενε ότι έχει άδικο: δύο νέα παιδιά είναι που ερωτεύτηκαν και θέλουν να παντρευτούν. Τι πιο φυσικό; Ο Εντι όμως δεν είχε σκοπό να χαρίσει την ανιψιά του στον πρώτο τυχόντα. «Δεν είναι σωστός άντρας, μ΄ ακούς; Δεν είναι σωστός! Πού ακούστηκε άντρας να τραγουδάει, να μαγειρεύει και να ράβει; Ξέρεις πώς τον φωνάζουν στο λιμάνι; Ξανθιά οπτασία! Μάλιστα! Ξανθιά οπτασία!» κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα τη γυναίκα του που είχε κατσουφιάσει στο άκουσμα αυτού του χαρακτηρισμού. Δεν της άρεσαν τέτοιες κουβέντες για τον Ροντόλφο. Στο κάτω κάτω ήταν σόι της. Τι και αν ήταν υπερβολικά ξανθός; Τι και αν ήξερε να ράβει και να μαγειρεύει; Τι και αν τραγουδούσε; Το τραγούδι ήταν στο αίμα των Ιταλών. Τίποτε δεν σήμαιναν όλα αυτά εκτός από τη χαζομάρα και την αμορφωσιά των λιμενεργατών.
Η Μπέατρις προσπάθησε να εξηγήσει την κατάσταση στον Εντι. Αδύνατον: η άρνησή του αναδυόταν σκληρή σαν βράχος. Η απέχθειά του απέναντι στον Ροντόλφο ξέφευγε από το φυσιολογικό πλαίσιο πατρικής αποδοκιμασίας. Η Μπέατρις ήξερε πού οφειλόταν η μανία του άντρα της. Το ήξερε ενστικτωδώς, όπως κάθε μάνα. Και η ορφανή Κάθριν ήταν σαν κόρη τους. Λατρεμένη και μοσχαναθρεμμένη. Η αδυναμία του Εντι, το κοριτσάκι του, που τώρα μεγάλωσε. Και θέλει να φύγει μακριά του.
Ο Εντι ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει να δρασκελίσει το κατώφλι της εξόδου. Θα έκανε το παν – ως και σε δικηγόρο κατέφυγε για να τον ρωτήσει αν υπάρχει νόμος αρκετά ισχυρός ώστε να εμποδίσει αυτή την καταραμένη σύζευξη. Οχι, όχι, ο δικηγόρος ήταν κατηγορηματικός. Το μόνο που θα μπορούσε να μπει ανάμεσα στον Ροντόλφο και στην Κάθριν ήταν ένα τηλεφώνημα. Μια καταγγελία στο τμήμα παράνομης μετανάστευσης. Και το κάθαρμα θα πήγαινε πίσω στην Ιταλία. Και ο Εντι θα είχε πάλι δική του την Κάθριν. Ολοδική του. Και ας τον είχε αποκαλέσει σκουλήκι. Με τον καιρό θα τον συγχωρούσε και τα πράγματα θα γίνονταν όπως πριν.
«Στην αρχή νόμιζα ότι κάποιον είχε σκοτώσει. Αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ένα άνομο πάθος είχε κυριεύσει τη ζωή του…» μας λέει ο δικηγόρος-αφηγητής που θυμάται έπειτα από χρόνια την υπόθεση και επιχειρεί να φωτίσει το δράμα του Εντι Καρμπόνε. Ο Εντι ήταν θύμα της μοίρας του, σύμφωνα με τον σοφό υπηρέτη του νομικού συστήματος. Ο,τι και αν έκανε ο ήρωάς μας δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει. Ο βίαιος θάνατός του έμελλε να αποδειχθεί η μοναδική διέξοδος από τον μονόδρομο του απαγορευμένου έρωτα που έτρωγε τα σωθικά του. Και εμείς δεν πρέπει να κατηγορούμε τον θείο που λαχτάρισε την ανιψιά του, υποστηρίζει ο γερο-δικηγόρος: «Ο Εντι ήταν αγνός γιατί ξεγύμνωσε την ψυχή του και μας την έδειξε έτσι όπως ήταν».
Ο Αρθουρ Μίλερ στην προσπάθειά του να κατασκευάσει μια σύγχρονη τραγωδία, μια ιστορία απώλειας και οδύνης σε καθημερινό πλαίσιο, με απλούς, εργαζόμενους ανθρώπους στράφηκε στο λιμάνι του Μπρούκλιν και στους ιταλούς μετανάστες της δεκαετίας του ΄50. Δεν πέτυχε όμως τον στόχο του: το αποτέλεσμα είναι ένα κακό λαϊκό μελόδραμα όπου η ερωτική παράνοια ενός μεσήλικα λιμενεργάτη εμπλέκεται με την παράνοια χαφιεδισμού που καταδιώκει την Αμερική του Μακ Κάρθι.
Αναρωτιέται κανείς γιατί κάποια έργα δεν θάβονται στο χρονοντούλαπο της θεατρικής ιστορίας. Ακόμη περισσότερο, όμως, αναρωτιέται γιατί επέλεξε το έργο αυτό ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του. Ο Βαλτινός-λιμενεργάτης ακούγεται λίγο σαν ανέκδοτο. Και κάπως έτσι εκτυλίσσεται στην πράξη. Αρκεί να τον δει κανείς πάνω στη σκηνή και θα καταλάβει: ο Βαλτινός «φοράει» τον Εντι Καρμπόνε σαν αποκριάτικο κοστούμι. Κορδώνεται και καμώνεται τον πολλά βαρύ, τον θυμωμένο. Σφίγγει τη γροθιά, σηκώνει σαματά, κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι ο θόρυβος ισοδυναμεί με ένταση. Ολο το παίξιμο είναι εξωτερικό. Ούτε στιγμή δεν περνάει την αίσθηση ότι έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού. Ακόμη και στα ανάλαφρα κομμάτια του πρώτου μέρους- όταν ο ήρωας κοροϊδεύει τον αγαπητικό της ανιψιάς του για τα ταλέντα του- τα αποτελέσματα θυμίζουν φτηνή κομεντί από άλλη παράσταση.
Το όλο εγχείρημα προφανώς κινείται στο ίδιο πνεύμα: νιώθουμε σαν να παρακολουθούμε σαπουνόπερα εποχής όπου όλοι προσποιούνται τους φτωχούς, μιλούν με βαρύγδουπα κλισέ («αν είναι αυτός σκουπίδι, τότε σκουπίδια είμαστε όλοι μας»), χτυπιούνται στα πατώματα (η Κερασία Σαμαρά οδύρεται με τα μαλλιά ξέπλεκα) και μαχαιρώνονται για να σώσουν την τιμή τους (πόσο ψεύτικη αλήθεια η σκηνή αυτή). Συμπαθείς οι ερμηνείες των Βίκυς Παπαδοπούλου (Κάθριν) και Νίκου Πουρσανίδη (Ροντόλφο), ενώ ο μόνος από τον θίασο που συγκινεί με τη λιτή, ουσιαστική παρουσία του είναι ο Θανάσης Κουρλαμπάς. Και ας του αναλογούν ατάκες του στυλ «ξεφτίλισε τον αδερφό μου, καταδίκασε τα παιδιά μου να πεθάνουν από πείνα» κ.ο.κ. Ο καλός ηθοποιός μπορεί να αποφύγει ακόμη και κάτι τέτοιο.