Η Πλάτη είναι μικροσκοπική νησίδα με μήκος τριακόσια μέτρα και πλάτος εκατόν ενενήντα, στο σημείο όπου η Θάλασσα του Μαρμαρά ξανοίγεται στο Αιγαίο. Καθώς όμως το ψαροκάικο την πλησιάζει, οι επισκέπτες αντικρίζουν με δέος δύο ανεμοδαρμένους πύργους πίσω από μαυρισμένα τείχη με πολεμίστρες. Είναι από τα πιο παράξενα παλάτια στον κόσμο, το ίδιο που ο βυζαντινολόγος Γουσταύος Σλουμπερζέ είχε χαρακτηρίσει το 1882 «θρίαμβο του πιο κακού γούστου και αποκύημα νοσηρής φαντασίας». Είναι ό,τι απέμεινε από τον παράφορο έρωτα του βρετανού πρέσβη στην Υψηλή Πύλη Sir Ηenry Βulwer για μια Σαμιώτισσα, την πριγκίπισσα Ευρυδίκη Αριστάρχη που είχε γνωρίσει στα μέσα του 19ου αιώνα στο περιβάλλον του σουλτάνου. Λίγα χρόνια αφότου ο βρετανός ευγενής το 1857 ολοκλήρωσε το ερωτικό του καταφύγιο στην Πλάτη, η ωραία Ευρυδίκη κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος του τσάρου και απελάθηκε, το ανάκτορο πουλήθηκε και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Οι ψαράδες όμως διηγούνται ακόμη και σήμερα τα «όργια» που συνέβαιναν πίσω από τα θεόρατα τείχη, σαν να ήταν χθες. Οι σημερινοί επισκέπτες πάνω στο καΐκι είναι ο τούρκος ψαράς Καραγιάν και η κόρη του Μασίντε, ο άστεγος λόγιος Σελτζούκ και ο γερμανός συγγραφέας Γιόαχιμ Σαρτόριους.

Οταν τη δεκαετία του ΄80 ο Σαρτόριους υπηρετούσε ως διπλωματικός υπάλληλος στη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία είχε επισκεφθεί την Αλεξάνδρεια, αναζητώντας τα ίχνη του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Καρπός εκείνου του ταξιδιού υπήρξε ο ποιητικός κύκλος «Αλεξάνδρεια». Πριν από είκοσι χρόνια ο Σαρτόριους είχε υπηρετήσει και στην πρεσβεία της Αγκυρας και τότε είχε κάνει μια γρήγορη εκδρομή στα Πριγκιποννήσια. Και εκείνη η αρχική γοητεία ήταν που το 2008 τον ξανάφερε στα ίδια μέρη. Καρπός αυτής της μεγαλύτερης παραμονής είναι το πεζό Τα Πριγκιποννήσια, μια ποιητική περιήγηση, ένα μείγμα ταξιδιωτικού οδηγού αξιώσεων και αναζήτησης ενός χαμένου κόσμου. «Είμαι,νομίζω,πολλά πρόσωπα ταυτόχρονα» μας είπε «και δεν μπορεί να με χαρακτηρίσει κανείς μόνο Αλεξανδρινό.Ολα αυτά σχετίζονται με τη βιογραφία μου, εν τέλει έζησα καιρό στην Τουρκία,γνώρισα τότε φευγαλέα τα Πριγκιποννήσια και πριν από δύο χρόνια αποφάσισα να γυρίσω και να φιλοτεχνήσω ένα γραπτό πορτρέτο τους.». Προανάκρουσμα του πορτρέτου υπήρξε και η τελευταία ποιητική συλλογή του Σαρτόριους με τίτλο Ηοtel des Ιtrangers. Ενα από τα ποιήματα εκτυλίσσεται όντως στο ξεπεσμένο πια εκείνο ξενοδοχείο στην Πρίγκιπο που ήταν στις δόξες του τις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30.

Από τη βυζαντινή ιστορία ξέρουμε ότι στα Πριγκιποννήσια εξορίζονταν συχνά επικίνδυνοι ανταπαιτητές του θρόνου και οχληροί ιεράρχες, όπως για παράδειγμα ο εικονόφιλος Μεθόδιος, την κρύπτη του οποίου επισκέπτεται ο Σαρτόριους στη νήσο Αντιγόνη. Αλλά πόσα πράγματα ξέρουμε για την κοσμοπολίτικη περίοδο των Πριγκιποννήσων ως τα μέσα του 20ού αιώνα, τότε που τον τόνο έδιναν οι δεξιώσεις στα αρχοντικά των πλούσιων Ελλήνων και Τούρκων; Τότε που η εύπορη νεολαία της Κωνσταντινούπολης χόρευε στα κέντρα της Πριγκίπου τους χορούς που ήταν η τελευταία λέξη της μόδας στο Παρίσι;

Το ξενοδοχείο «Καλυψώ» στην Πρίγκιπο,σε ταχυδρομικό δελτάριο εποχής

Στο σημερινό ταξίδι του υπάρχουν πολλοί φίλοι που συμβουλεύουν τον γερμανό συγγραφέα. Δεν είναι μόνο ο ιδιότυπος μποέμ Σελτζούκ που περνά τους χειμώνες στην Πρίγκιπο σαν φύλακας της παμπάλαιης «βίλας του Τζον Πασά», του αρχοντικού για την ακρίβεια που είχε χτίσει ο Θρασύβουλος Γιάνναρος, διευθυντής της πρώτης ακτοπλοϊκής εταιρείας που συνέδεσε την Πόλη με τα νησιά. Είναι και ο νομπελίστας συνάδελφος Ορχάν Παμούκ που είχε περάσει ως παιδί πολλά καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς στη Χάλκη. Ο Παμούκ τον συμβουλεύει να ανέβει στη Μονή της Αγίας Τριάδας. Ο Σαρτόριους ανεβαίνει, αγναντεύει το σημείο επαφής και τριβής Ανατολής και Δύσης και σημειώνει: «Γύρω μια σιωπηλή αχανής έκταση που σου διαλύει τα μάτια. Εδώ βρίσκεται κανείς πραγματικά στη βεράντα του κόσμου».

Στην ποιητική συνείδηση και με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών επί μία εικοσαετία τα Πριγκιποννήσια έγιναν για τον συγγραφέα σύμβολο της ομορφιάς αλλά και σύμβολο της απώλειας. «Οταν μιλάω για την ομορφιά αυτών των νησιών» λέει «δεν εννοώ μόνο τις φυσικές καλλονές.Βρίσκονται μια ώρα με το πλοίο μακριά από την Κωνσταντινούπολη και είχαν εξελιχθεί σε πολιτιστικό βιότοπο, σαν κάτω από έναν γυάλινο κώδωνα να συντηρούνταν και να συμβίωναν διαφορετικές παραδόσεις, τρόποι ζωής, αρχιτεκτονικές αντιλήψεις. Από το 1950 και μετά τα Πριγκιποννήσια εκτουρκίστηκαν και ο κοσμοπολιτισμός τους χάθηκε. Υπάρχουν ακόμη υπολείμματα του ελληνισμού, μερικοί ηλικιωμένοι και κάποια μοναστήρια που λειτουργούν.Αλλά κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα». Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου επιγράφεται «Καμαριώτισσα» και ο τίτλος υποδηλοί μια παράλειψη και ταυτόχρονα μια υπόσχεση. Ο τετράκογχος αυτός ναός που χτίστηκε στη Χάλκη λίγο πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και σήμερα βρίσκεται στον περίβολο της Τουρκικής Ναυτικής Ακαδημίας είναι το μνημείο που δεν επισκέφθηκε ο συγγραφέας στα Πριγκιποννήσια καθώς αμέλησε να ζητήσει έγκαιρα την απαραίτητη άδεια από τη διοίκηση της σχολής. Και αυτό θα είναι το πρώτο μέλημά του την επόμενη φορά που θα γυρίσει σε αυτόν τον τόπο με τη βαριά ιστορία αιώνων, σε αυτό το μέρος όπου άνθησε και έσβησε ο κοσμοπολιτισμός.